«Καλή τύχη, λοιπόν, κύριε Τσίπρα» είναι ο τίτλος σχολίου που δημοσιεύεται στην ηλεκτρονική έκδοση του γερμανικού περιοδικού «Der Spiegel». H Frankfurter Allgemeine Zeitung φιλοξενεί σχόλιο με τίτλο «Ξεκινάει και πάλι;», αναφερόμενη στην κρίση.
«Τι κοινό έχουν η κρίση του ευρώ και η ψυχανάλυση; Σωστά, καταχωνιασμένες αλήθειες επιστρέφουν κάποτε στην επιφάνεια. Π.χ. η Ελλάδα είναι γεγονός ότι έχει χρεοκοπήσει. Αυτό θα φανεί σύντομα, στην περίπτωση εκλογικής νίκης των Αριστερών» αναφέρει ο συντάκτης και σημειώνει ότι αρκεί η προοπτική νέων εκλογών για να επαναφέρει στην επιφάνεια καταχωνιασμένες αλήθειες. «Η κρίση χρέους στην Ελλάδα επουδενί έχει διευθετηθεί, η απειλούμενη κατάρρευση της Ευρωζώνης επουδενί έχει αποφευχθεί. Η Ελλάδα εξακολουθεί να στενάζει υπό το κρατικό χρέος ύψους 175% του ΑΕΠ, το οποίο η χώρα δεν μπορεί μακροπρόθεσμα να σηκώσει. Το πρωτογενές πλεόνασμα βασίζεται εν μέρει σε δημιουργική λογιστική. Ταυτόχρονα οι μεταρρυθμίσεις προχωρούν βασανιστικά αργά και σχεδόν πάντα μόνον εάν οι διεθνείς δανειστές απειλήσουν να σταματήσουν την εκταμίευση εκατομμυρίων» επισημαίνει ο αρθρογράφος και τονίζει ότι «το πόσο χαμηλή είναι η αποδοχή των μεταρρυθμίσεων από τους Έλληνες στην πραγματικότητα, μάλλον θα φανεί στις εκλογές» και συνεχίζει: «Τότε ο αριστερός υποψήφιος Αλέξης Τσίπρας έχει καλές πιθανότητες να γίνει νέος πρωθυπουργός. Πηγαίνει στις εκλογές με καθαρές εκλογικές υποσχέσεις: Τερματισμός της αποπληρωμής χρέους, τερματισμός των ιδιωτικοποιήσεων, αντ’ αυτού νέες θέσεις εργασίας στον δημόσιο τομέα και χαμηλότεροι φόροι. Εν πολλοίς αυτό είναι ένα πρόγραμμα οικονομικής αυτοκτονίας. Εάν η Ελλάδα κάτι σίγουρα δεν χρειάζεται, αυτό είναι σίγουρα επιπλέον δημόσιοι υπάλληλοι. Αλλά σε ένα σημείο πρέπει να ευχηθεί κανείς στον Τσίπρα καλή τύχη: η Ελλάδα όντως χρειάζεται ένα επιπλέον κούρεμα χρέους. Αυτό είναι η συνέπεια ενός λάθους το οποίο έγινε ήδη το 2012, όταν δεν αφέθηκε όλο, αλλά μόνο ένα μέρος του χρέους της. Στο μεταξύ το χρέος αυξήθηκε πάλι περισσότερο απ’ ό,τι πριν από την τότε μερική άφεση. Αν ο Τσίπρας διαπραγματευτεί ένα κούρεμα χρέους (ή απλώς σταματήσει να δίνει τα χρήματα στους πιστωτές της Ελλάδας), αυτό θα είχε και μια δεύτερη, σημαντική συνέπεια: οι Έλληνες θα μπορούσαν και θα έπρεπε, επιτέλους, να πάρουν την οικονομικοπολιτική τύχη τους στα χέρια τους. Θα μπορούσαν, επιτέλους, να καταστήσουν υπεύθυνους για τις δυστυχίες τους όχι πλέον την ‘Αγγελα Μέρκελ, τον Μάριο Ντράγκι, την ΕΕ, το ΔΝΤ και την τρόικα. Και αυτός ο αναπαυτικός μηχανισμός απώθησης τότε πια δεν θα λειτουργούσε».
«Η Ελλάδα, η οποία πριν από μερικά χρόνια στεκόταν στον γκρεμό και έριξε την Ευρώπη στην κρίση, ήταν μέχρι τώρα σε έναν καλό δρόμο: τα οικονομικά στοιχεία δείχνουν προς τα πάνω. Τώρα φαίνονται όλα να βρίσκονται πάλι στο μεταίχμιο» σημειώνει ο αρθρογράφος της FAZ και επισημαίνει ότι οι αγορές στην Αθήνα τρελάθηκαν και επειδή είναι πολύ πιθανό ότι στη νέα Βουλή το κόμμα του ριζοσπαστικά Αριστερού Αλέξη Τσίπρα θα είναι η μεγαλύτερη δύναμη. «Ο Τσίπρας, ο οποίος τα προηγούμενα χρόνια κατήγγειλε στη Βουλή και στον δρόμο την πολιτική λιτότητας της κυβέρνησης και τις υποχρεώσεις της τρόικας, ανήγγειλε ήδη ότι σε περίπτωση εκλογικής νίκης, θα βάλει τέλος στη “νεοφιλελεύθερη πολιτική λιτότητας” και ότι δεν θέλει να εξυπηρετεί πλέον το ελληνικό χρέος. Πολλοί Έλληνες, οι οποίοι πράγματι αναγκάστηκαν να σφίξουν το ζωνάρι περισσότερο, βλέπουν στον Τσίπρα τον γενναίο ιππότη εναντίον παλαιών και επιπλέον “υπερβολικών απαιτήσεων”, αλλά ήταν η υπερχρέωση, ένα εξαιρετικά παραφουσκωμένο κράτος και ένας αδύναμος, ανίκανος για ανταγωνισμό ιδιωτικός τομέας, που έφεραν τη χώρα σε αυτή τη βαριά κρίση. Η θεραπεία διάσωσης ήταν σκληρή αλλά αναπόφευκτη – και δείχνει τις πρώτες επιτυχίες. Το μεγάλο ερώτημα είναι γιατί ο συντηρητικός πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς επέσπευσε την εκλογή του νέου Προέδρου και ρίσκαρε μια αποτυχία. Πίστεψε πράγματι ότι μπορούσε να τραβήξει αρκετούς ανεξάρτητους βουλευτές προς το μέρος του; (…) Μήπως ο Σαμαράς επεδίωξε μια αποτυχία με την ελπίδα ότι θα μπορούσε να νικήσει σε εκλογές τον Τσίπρα, ο οποίος βρίσκεται μπροστά στις δημοσκοπήσεις, με το να επιδιώξει να προσελκύσει με τις επιτυχίες της σταθεροποίησης; Τότε θα ήταν πράγματι “διαβόλου κάλτσα” που αγαπά το ρίσκο. Τώρα όμως πρώτα από όλα η Ελλάδα είναι πάλι στα πρωτοσέλιδα λόγω νέας αβεβαιότητας. Στην αλλαγή του χρόνου δεν το χρειαζόμαστε αυτό. Και ήδη τίθεται το ερώτημα εάν υπάρχει κίνδυνος μόλυνσης π.χ. για την Ιταλία».