Τα βήματα που έκανε η ελληνική κυβέρνηση προκειμένου να διατηρηθεί η επισιτιστική επάρκεια και η διατροφική ασφάλεια κατά τη διάρκεια της πανδημίας του κορονοϊού, ανέλυσε, μεταξύ άλλων, ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Μάκης Βορίδης στο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών.
«Καταρχήν διατηρήσαμε ανοικτά τα σύνορα και μάλιστα δώσαμε στα τρόφιμα ένα καθεστώς ίδιο με των φαρμάκων και τη μετακίνησή τους, φτιάχτηκαν οι πράσινες λωρίδες» είπε ο αρμόδιος υπουργός προσθέτοντας «Οι μεταφορείς τροφίμων αντιμετωπίστηκαν με διαφορετικό τρόπο από οποιονδήποτε άλλο στις διασυνοριακές τους μετακινήσεις. Από αυτήν την πλευρά, εξασφαλίσαμε την συνέχεια και την ομαλή ροή του εμπορίου τροφίμων». «Εξαιρετικά δύσκολο» όπως σημείωσε ήταν να μην υπάρξει διαταραχή στην καλλιέργεια καθώς ένα άλλο ζήτημα που κλήθηκε να αντιμετωπίσει ήταν η μετακίνηση των εργατών γης, και οι δυσκολίες που προκλήθηκαν από τους διασυνοριακούς περιορισμούς. «Εμείς ευτυχώς, κάναμε 4-5 ειδικές νομοθετικές παρεμβάσεις για να διαμορφώσουμε ένα πλαίσιο ώστε να μην υπάρχει οποιαδήποτε διαταραχή στην καλλιεργητική συνέχεια» ανέφερε σημειώνοντας «έτσι καταφέραμε να ελαχιστοποιήσουμε τις επιπτώσεις και δεν υπήρξε καμία διαταραχή».
Μιλώντας για τις αυξήσεις που παρατηρήθηκαν στην τιμή κάποιων προϊόντων κατά τη διάρκεια της καραντίνας ο κ. Βορίδης ανέφερε ότι «είχαμε μια μεταβαλλόμενη καταναλωτική πρακτική» φέρνοντας ως παράδειγμα την αύξηση της ζήτησης στα μακαρόνια, που είχε ως αποτέλεσμα την ανοδική τιμή του σκληρού σιταριού, κάτι που «μπορεί να δυσκόλεψε τη βιομηχανία, όμως είχε θετική επίδραση στους παραγωγούς». «Η ελληνική γεωργία έδειξε το δυναμισμό της και τον έδειξε κυρίως με την αύξηση 15% που είχαμε στα οπωρολαχανικά. Τα πορτοκάλια μας πήγαν εξαιρετικά καλά, τα ακτινίδιά μας έχουν ιστορικό υψηλό» τόνισε ο κ. Βοριδης λέγοντας ωστόσο ότι «υπήρξαν κλάδοι οι οποίοι επλήγησαν».
«Η αλιεία μας επλήγη, οι ιχθυοκαλλιέργειες το ίδιο, ο κλάδος του κρασιού» δήλωσε και υπογράμμισε «αυτά είναι τρόφιμα τα οποία έχουμε συνηθίσει να μη τα μεταφέρουμε στην οικιακή κατανάλωση αλλά τα συνδέουμε με την εστίαση, το κλείσιμο της εστίασης τα επηρέασε». Προανήγγειλε για ακόμη μια φορά στήριξη αυτών των κλάδων και σημείωσε «το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση έδωσε σημαντική ευελιξία στα ζητήματα και των κρατικών ενισχύσεων και της χρήσεως του Προγράμματος Αλιείας και Θάλασσας και του Προγράμματος Αγροτικής Ανάπτυξης, μας έδωσε τη δυνατότητα να σταθούμε δίπλα στους παραγωγούς και να κάνουμε πολιτικές άμεσων ενισχύσεων ώστε να διασφαλίσουμε ότι θα συνεχίσει απρόσκοπτή η επόμενη καλλιεργητική χρονιά».
Μιλώντας για το πρόβλημα των ελληνοποιήσεων και του μιμητισμού των ελληνικών προϊόντων ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης στάθηκε στα βήματα που θα ακολουθηθούν για τη αντιμετώπισή τους. Το πρώτο βήμα, σύμφωνα με τον κ. Βορίδη είναι η «το ζήτημα της βαθύνσεώς της αυστηροποίησης του κυρωτικού πλαισίου» ενώ το δεύτερο «απαιτεί την αναδιοργάνωση των ελεγκτικών μηχανισμών». Στη συνέχεια θα χρειαστεί «η αξιοποίηση των τεχνολογιών που θα μας επιτρέπουν να διαπιστώσουμε με ασφαλή τρόπο την ύπαρξη τέτοιου είδους προσμίξεων ή χειροτερεύσεως των προϊόντων» και το τέταρτο και τελευταίο βήμα η ανάγκη «μιας διεθνούς συνεργασίας στο θέμα της απάτης των τροφίμων, ακριβώς γιατί το έγκλημα αυτό αποκτά διεθνή χαρακτηριστικά». «Ήταν σημαντικό να “βαρύνουμε” το πλαίσιο» τόνισε ο κ. Βορίδης αναφερόμενος στις ποινές που προβλέπει το νομοσχέδιο που ψηφίστηκε πρόσφατα, σχετικά με τα παραπάνω, τονίζοντας ότι μέχρι σήμερα «και να τους πιάναμε, οι ποινές ήταν χάδια και δεν λειτουργούσαν αποτρεπτικά».
Τέλος, μιλώντας για τα ελληνικά προϊόντα και τις προοπτικές ανάπτυξής τους ο κ. Βορίδης υπογράμμισε πως «έχουμε τη δυνατότητα να φτιάξουμε προϊόντα υψηλής ποιότητας». Στόχοι σύμφωνα με τον ίδιο θα πρέπει να είναι «υψηλότερες ποιότητες, καλύτερη πιστοποίηση, αυξημένη ιχνηλασιμότητα, καλύτερες καλλιεργητικές πρακτικές όπου θα μπορούμε να έχουμε ισχυρισμούς περιβαλλοντικούς» καθώς αυτοί οι ισχυρισμοί «ενδιαφέρουν πια τους καταναλωτές ενός ορισμένου επιπέδου και όλο και περισσότερους προκειμένου να απευθυνθούμε σε αυτό τον καταναλωτή. Είναι ένας καταναλωτής που για αυτά όλα και για ένα προϊόν τελικά υψηλότερης ποιότητας είναι διατεθειμένος να πληρώσει κάτι παραπάνω».