Ποικίλα σχόλια, τα περισσότερα εκ των οποίων αρνητικά, συγκέντρωσε άρθρο του Μανώλη Γλέζου στη γερμανική εφημερίδα «Die Welt», στην οποία επιχείρησε να εξηγήσει στους γερμανούς αναγνώστες το μακροχρόνιο αίτημα των γερμανικών αποζημιώσεων.
«Δεν έχω χρόνο ούτε για ψέματα ούτε για μισές αλήθειες», γράφει, μεταξύ άλλων, ο Μανώλης Γλέζος, κάνοντας μία σύντομη ιστορική αναδρομή για όσα έζησε κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Σύμφωνα με τον Alpha όμως, οι αναγνώστες αντέδρασαν στα όσα έγραψε ο Μανώλης Γλέζος. «Όταν δεις ότι δεν πάει άλλο, έλα στη Γερμανία για αποζημίωση (ελληνική παροιμία). Υ.Γ. Επιτέλους, φτιάξτε το διεφθαρμένο ελληνικό κράτος σας», γράφει ένας εκ των αναγνωστών, ενώ κάποιος άλλος τονίζει: «Δεν χρωστάω τίποτα σε κανέναν, ούτε σε Έλληνα, ούτε σε οποιονδήποτε άλλο. Δε γνωρίζω κανέναν Έλληνα.»
Διαβάστε την επιστολή του Μανώλη Γλέζου στη Die Welt:
«Τον προσεχή Σεπτέμβριο κλείνω τα 91. Αρχίζω να γράφω αυτό το κείμενο 72 χρόνια ακριβώς από τη μέρα που είδα τους Γερμανούς, πάνοπλους, με μοτοσυκλέτες και αυτοκίνητα, να μπαίνουν στην Αθήνα. Ήταν 27 Απριλίου του 1941. Οι περισσότεροι από τους αναγνώστες δεν είχαν γεννηθεί τότε. Όμως εγώ ήμουν ήδη 19 χρόνων. Δεν έχω χρόνο ούτε για ψέματα ούτε για μισές αλήθειες.
Μακάρι να σας είχα κοντά μου, ώστε να μπορώ να σας μιλήσω γι’ αυτά που έζησα, που άκουσα, που είδα. Θα μοιραστώ, όμως, από εδώ, μαζί σας, μόνο κάποια από αυτά. Μετά, ίσως μπορούμε να δούμε ο ένας τον άλλον με διαφορετικό βλέμμα.
Η μάχη της Κρήτης. Πολλά έχουν γραφτεί. Είναι εύκολο να βρείτε σε βιβλία Ιστορίας τι έγινε. Θα διαβάσετε για άντρες, γυναίκες και παιδιά που, με τσουγκράνες και μπαστούνια υπερασπίστηκαν τη γη τους και τη γη των προγόνων τους. Απέναντί τους είχαν τον καλύτερο στρατό του κόσμου, τη Βέρμαχτ. Και ο ουρανός έβρεχε αλεξιπτωτιστές…
Στο τέλος, στρατός είχε νικήσει. Μα οι γυναίκες των ηττημένων που είχαν χάσει παιδιά, αδέρφια, πατεράδες ή συζύγους, κατέβηκαν στο γιαλό, σκαρφάλωσαν στα βουνά και, όπου βρήκαν νεκρό σώμα εχθρού, το τίμησαν: το έπλυναν και το έθαψαν, όπως ήταν το έθιμο. Αυτές ήταν οι εγγονές της Αντιγόνης, που έκαναν το χρέος τους απέναντι στους νεκρούς.
Ταυτόχρονα, οι νικητές έμπαιναν στην Κάνδανο. Στην περιοχή γύρω από το χωριό είχαν χάσει 27 άντρες. Και τότε, ως αντίποινα, πήραν μια άνευ προηγουμένου απόφαση, ακόμα και σε καιρό πολέμου. Σκότωσαν όσους βρήκαν και κατέστρεψαν το χωριό. Φεύγοντας, περήφανοι για τις πράξεις τους, άφησαν και πινακίδες. Αναζητήστε τις στο διαδίκτυο.
Στις 10 Μάη του 1944 οι Ναζί εκτελούν τον 19χρονο αδελφό μου στην Καισαριανή. Αν είχε ζήσει, θα γινόταν δάσκαλος. Μαζί του σκότωσαν και άλλους 81 άντρες και 10 γυναίκες. Στον ίδιο τόπο, εννέα ημέρες νωρίτερα, τη μέρα της Πρωτομαγιάς, είχαν εκτελέσει διακόσιους ακόμα Έλληνες πατριώτες.
Αμέσως μετά την επανένωση της Γερμανίας, ξεκίνησα αγώνα για να επιστρέψει η Γερμανία στην Ελλάδα όσα της όφειλε. Πρόκειται για το αναγκαστικό δάνειο, τις αποζημιώσεις για τις καταστροφές στις υποδομές της χώρας και τους αρχαιολογικούς θησαυρούς. Μάλιστα, το 1995, είχα την ευκαιρία να εκθέσω το όλο ζήτημα στο γερμανικό λαό, τόσο μέσα από τις σελίδες της εφημερίδας «Die Zeit», όσο και σε μια αξέχαστη εκδήλωση στο Ανόβερο.
Αν το πέρασμα των χρόνων ακύρωνε αρχές και αξίες, αν μετέβαλλε το ΗΘΟΣ των ανθρώπων, τότε οι τραγωδίες του Σοφοκλή, του Αισχύλου ή του Ευριπίδη δεν θα σήμαιναν σήμερα τίποτα σε κανέναν.
Σήμερα, με όλο το βάρος των 90 χρόνων μου, συνεχίζω αυτόν τον αγώνα, είναι γιατί θεωρώ δίκαιο και για τη Γερμανία και για την Ελλάδα να επιστρέψει η πρώτη όσα οφείλει στη δεύτερη.
Σημειώστε ότι δεν θα με ακούσετε ποτέ να μιλάω για εκδίκηση. Εμείς που χάσαμε αγαπημένους ανθρώπους, δεν νιώθουμε μίσος για τον γερμανικό λαό και δεν επιζητούμε εκδίκηση. Δεν μπορούμε να το κάνουμε. Όσοι βγήκαμε ζωντανοί από τον πόλεμο, είχαμε χρέος να ζήσουμε και για λογαριασμό των νεκρών μας. Να αγαπήσουμε για κείνους, να χορέψουμε για κείνους, να κολυμπήσουμε στη θάλασσα για κείνους. Μάθαμε, έτσι, να εκτιμάμε και να αγαπάμε τη ζωή. Και το μίσος σε εμποδίζει να αγαπήσεις τη ζωή.
Στα χρόνια μετά τον πόλεμο, γνώρισα πολλούς Γερμανούς. Χαίρομαι βαθιά όποτε μου δίνεται η ευκαιρία να τους συναντήσω και οι συζητήσεις μαζί τους είναι πάντα καλή τροφή για σκέψη.
Όλοι αυτοί, αφού άκουσαν με προσοχή τα επιχειρήματά μου, συμφώνησαν για το δίκαιο των αιτημάτων της Ελλάδας. Έτσι, στάθηκαν επανειλημμένα στο πλευρό μου, βοηθώντας με να επικοινωνήσω με τον γερμανικό λαό. Αλλά δεν αισθάνομαι ευγνωμοσύνη για τη στάση τους. Αισθάνομαι φιλία για τους ίδιους. Κι αυτό είναι πολύ πιο πολύτιμο, πολύ πιο ακατάλυτο, πολύ πιο ανθρώπινο, πολύ πιο ισότιμο.
Κάθε σπιθαμή ευρωπαϊκού εδάφους είναι ποτισμένη με αίμα. Πληρώσαμε πολύ ακριβά τις θεωρίες των ανωτέρων φυλών και των εθνικών κρατών.
Χρειαζόμαστε μια Ευρώπη της ειρήνης, της αλληλεγγύης, της ισότητας και της αλληλοκατανόησης. Και η αναγνώριση των όσων η Γερμανία οφείλει στην Ελλάδα εξυπηρετεί απολύτως αυτήν την Ευρώπη.
Αυτή η Ευρώπη, άλλωστε, θα άρεσε και στον Σίλλερ και στον Γκαίτε και στον Μπρεχτ.»