Απάντηση στην απειλή της τουρκικής προκλητικότητας θεωρεί τη Συμφωνία των Πρεσπών, ο αναπληρωτής καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, Σωτήρης Ρούσσος, σε σχόλιό του στο newsbeast.gr, για τον συμβιβασμό μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και της ηγεσίας της ΠΓΔΜ σχετικά με το ονοματολογικό.
Συνέντευξη στον Κωνσταντίνο Κάλτσα
Μετά την επικύρωση της συμφωνίας από τη Βουλή των Σκοπίων θα ακολουθήσει αντίστοιχη διαδικασία στο ελληνικό κοινοβούλιο, με τους πρώτους τριγμούς να έχουν ήδη κλυδωνίσει την κυβέρνηση, μετά την αποχώρηση του Πάνου Καμμένου από αυτήν.
Ο κ. Ρούσσος αναφέρθηκε στη διπλωματική σημασία της συμφωνίας, στην προοπτική της αλλά και στις αντιδράσεις της αντιπολίτευσης.
«Κατά τη γνώμη μου η Συμφωνία των Πρεσπών είναι ένας πολύ θετικός συμβιβασμός. Και είναι ένας πολύ θετικός συμβιβασμός όχι μόνο από την πλευρά των διμερών σχέσεων αλλά εκείνο που για μένα παίζει τον σημαντικότερο ρόλο είναι ότι η Ελλάδα με αυτόν τον τρόπο κερδίζει πολύ μεγάλο διπλωματικό και πολιτικό κεφάλαιο απέναντι στη βασική απειλή που είναι ο τουρκικός αναθεωρητισμός, η τουρκική προκλητικότητα.
Η συμφωνία αυτή αφ’ ενός αφαιρεί το βάρος του ζητήματος αυτού από τις δικές μας πλάτες. Όποιον διπλωμάτη και αν ρωτήσετε θα σας πει ότι σπαταλούσαμε τεράστιο διπλωματικό κεφάλαιο εις βάρος των βασικών μας ζητημάτων που είναι τα ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό. Και όχι μόνο αυτό αλλά και ότι έχουμε τώρα πια τη δυνατότητα να περιορίσουμε την επιρροή της Τουρκίας και στη Βόρεια Μακεδονία και στην Αλβανία» επεσήμανε.
«Θα έλεγα λοιπόν ότι για αυτούς τους λόγους εγώ είμαι θετικός απέναντι στη συμφωνία, καθώς θεωρώ ότι είναι μια πολύ θετική εξέλιξη και είναι ένας θετικός συμβιβασμός. Άλλωστε σε έναν συμβιβασμό δίνεις και παίρνεις. Αυτό που είναι σημαντικό για τα συμφέροντα της Ελλάδας είναι η απόκρουση του τουρκικού επεκτατισμού. Και νομίζω ότι σε αυτό η συμφωνία έχει να προσφέρει πολλά.
Από μόνη της βέβαια η συμφωνία αυτή δεν είναι αρκετή, χρειάζεται και η Ελλάδα να πάρει τις πρωτοβουλίες εκείνες ώστε να έχει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα».
Για τις επικρίσεις που έχει «συναντήσει» η Συμφωνία των Πρεσπών, ο κ. Ρούσσος τόνισε:
«Αν εννοείτε ότι η κυβέρνηση δεν συνεννοήθηκε με την αξιωματική αντιπολίτευση ή με τα κόμματα της αντιπολίτευσης πριν, αυτό είναι ας το πούμε μία δίκαιη κριτική ή μπορεί και να μην είναι, όμως δεν έχει ουσία. Υπήρξε μία διπλωματική διαδικασία και γνωρίζοντας όλη τη διπλωματική ιστορία της χώρας μας αλλά και την παγκόσμια, δεν γίνονται κοινωνοί οι αντιπολιτεύσεις όλων των διπλωματικών διαδικασιών και των αποτελεσμάτων τους κυρίως.
Η κριτική λοιπόν μπορεί να είναι δίκαιη αλλά για εμένα αυτό δεν έχει καμία σημασία. Μπορεί να έχει για τις αντιπολιτευτικές τακτικές των κομμάτων, δεν τις κρίνω, αλλά για εμένα σημασία έχει η ουσία της συμφωνίας αυτής».
Όσο για τα επίμαχα ζητήματα της ιθαγένειας και της γλώσσας ανέφερε χαρακτηριστικά:
«Το ζήτημα της ιθαγένειας, της υπηκοότητας μάλλον, και της ταύτισης της υπηκοότητας με την εθνότητα ή την εθνική ταυτότητα θα έλεγε κανείς, ξεκαθαρίζεται ήδη από τη διευκρίνιση που έχει γίνει ότι η υπηκοότητα δεν προϋποθέτει ή δεν προσδιορίζει την εθνική ταυτότητα ενός εκάστου εκ των υπηκόων. Είναι σαφές ότι με αυτή την επεξήγηση δεν ταυτίζονται τα δύο.
Όσον αφορά τη γλώσσα, αφ’ ενός η γλώσσα αυτή έχει δοθεί και έχει αναγνωριστεί από το 1977. Δηλαδή αν δει κανείς περιοδικά της UNESCO θα τη δει καταγεγραμμένη ήδη από τη δεκαετία του ’80, αφ’ ετέρου είναι μία πραγματικότητα την οποία έχει δεχθεί ολόκληρος ο κόσμος. Το να προσπαθούμε να εστιάσουμε σε αυτά τα ζητήματα είναι λίγο προβληματικό. Αν θέλετε είναι ένας συμβιβασμός. Δίνεις και παίρνεις.
Για εμάς ήταν πολύ σημαντικό να πάρουμε το Βόρεια Μακεδονία, την κατάργηση του αλυτρωτισμού και όλα αυτά που έχουν σχέση με τα δύο προηγούμενα. Νομίζω ότι τα πήραμε και από εκεί και πέρα δώσαμε, όχι δώσαμε, αποφασίσαμε να αποδεχθούμε τη διεθνή πραγματικότητα κυρίως όσον αφορά τη γλώσσα. Γιατί στην υπηκοότητα, στην εθνότητα, την εθνική ταυτότητα αλλάζουν τα πράγματα.
Αυτός είναι ο συμβιβασμός και νομίζω ότι είναι μια καλή συμφωνία. Δεν είναι μια ετεροβαρής συμφωνία εναντίον του ενός ή του άλλου μέρους.
Κυρίως θα ήθελα όμως να τονίσω αυτό που είπα στην αρχή. Η Συμφωνία των Πρεσπών είναι μια πολύ καλή αρχή, δεν είναι το τέλος του δρόμου. Όποιος πιστέψει ότι κάναμε τη συμφωνία, και μιλάω και για τους υποστηρικτές της συμφωνίας, ότι κάναμε τη συμφωνία και τελειώσαμε, κάνει πολύ μεγάλο λάθος.
Η επιτυχία της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στα Βαλκάνια θα κριθεί από τις πρωτοβουλίες που θα στηριχθούν σε αυτή τη συμφωνία και όχι τόσο από την ίδια τη συμφωνία».