«Η ΕΕ δεν μπορεί να συνεχίσει να στηρίζεται σε ανοργάνωτες, ad-hoc λύσεις σε ό,τι αφορά την αποβίβαση μεταναστών» ανέφερε ο επίτροπος Μετανάστευσης, Εσωτερικών Υποθέσεων και Ιθαγένειας, Δημήτρης Αβραμόπουλος κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου που παραχώρησε σήμερα στις Βρυξέλλες, σχετικά με την αποβίβαση 49 μεταναστών που παρέμειναν, για περίπου 3 εβδομάδες, αποκλεισμένοι σε πλοία, ανοικτά της Μάλτας.
«Δεν είναι αυτή η αντιπροσωπευτική εικόνα της ΕΕ» σημείωσε ο κ. Αβραμόπουλος για τους συγκεκριμένους μετανάστες. Ωστόσο, εξέφρασε την ικανοποίησή του για το γεγονός ότι τελικά βρέθηκε λύση, μετά από τη διαμεσολάβηση και τις συνεχείς προσπάθειες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Ευχαρίστησε τα κράτη-μέλη που συμφώνησαν να δεχθούν τους μετανάστες (Γερμανία, Γαλλία, Πορτογαλία, Μάλτα, Λουξεμβουργο, Ολλανδία, Ιταλία, Ρουμανία και Ιρλανδία), τονίζοντας ότι όλες αυτές οι χώρες έδειξαν την αλληλεγγύη τους. Εξήρε, επίσης, τον ρόλο της Μάλτας, της πιο μικρής χώρας στην ΕΕ, που δέχεται σημαντικό μεταναστευτικό βάρος, υπενθυμίζοντας ότι την περασμένη εβδομάδα η Μάλτα είχε ήδη δεχτεί 249 μετανάστες.
«Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να στηριζόμαστε σε ad-hoc λύσεις σε ό,τι αφορά την αποβίβαση μεταναστών» συνέχισε ο κ. Αβραμόπουλος, προσθέτοντας ότι η ΕΕ χρειάζεται ένα λογικό και βιώσιμο μηχανισμό. Όπως είπε, η Επιτροπή είναι έτοιμη να εργαστεί με τα κράτη-μέλη για να θεσπίσει προσωρινές ρυθμίσεις αποβίβασης, μέχρις ότου εγκριθεί ο νέος κανονισμός του Δουβλίνου. Επισήμανε, δε, ακόμα μία φορά ότι η ΕΕ πρέπει να ολοκληρώσει τη μεταρρύθμιση των κανόνων ασύλου. Αυτό είναι απαραίτητο για να μειωθούν οι παράνομες μεταναστευτικές ροές, να αποφευχθούν οι δευτερογενείς μετακινήσεις και να διασφαλιστεί ότι οι αιτήσεις ασύλου στην ΕΕ διεκπεραιώνονται γρήγορα, συμπλήρωσε.
«Το προσφυγικό και το μεταναστευτικό ήρθαν για να μείνουν για πάρα πολλά χρόνια. Ζούμε στον αιώνα της ανθρώπινης κινητικότητας και πρέπει να είμαστε καλά προετοιμασμένοι για να μπορούμε να αντιμετωπίσουμε έκτακτες καταστάσεις στο μέλλον» υπογράμμισε ο Ευρωπαίος επίτροπος.
Ο κ. Αβραμόπουλος υπενθύμισε ότι το 2018 καταγράφηκαν περίπου 150.000 διελεύσεις προς την ΕΕ, ο χαμηλότερος αριθμός που έχει καταγραφεί από το 2015. Υπενθύμισε, επίσης, ότι από το 2015 η ΕΕ έχει βοηθήσει να διασωθούν πάνω από 650.000 άνθρωποι από τη θάλασσα.
Τέλος, τόνισε τη σημασία της συνεργασίας με τις τρίτες χώρες, προκειμένου να μειωθεί η εμπορία ανθρώπων, καθώς και την ανάγκη ενίσχυσης των εξωτερικών συνόρων της ΕΕ με τη δημιουργία ενός σώματος 10.000 συνοριοφυλάκων, όπως έχει προτείνει η Επιτροπή.
Αν η Ευρώπη δεν είχε σταθεί στην Ελλάδα αυτά τα χρόνια, η κατάσταση θα ήταν ανυπόφορη και απαράδεκτη
Εξάλλου, σε ό,τι αφορά την κατάσταση στα ελληνικά νησιά, ο κ. Αβραμόπουλος ανέφερε ότι η Επιτροπή παρακολουθεί από κοντά τις εξελίξεις και έχει επανειλημμένως επισημάνει την «πολύ δύσκολη κατάσταση» που επικρατεί εκεί, ζητώντας τη βελτίωσή της. «Οι δεσμεύσεις έχουν αναληφθεί από την ελληνική κυβέρνηση και τις ελληνικές Αρχές και θέλουμε να πιστεύουμε ότι τα πράγματα όλο και περισσότερο βελτιώνονται» πρόσθεσε.
Συγκεκριμένα, ο επίτροπος Μετανάστευσης σημείωσε ότι στην Ελλάδα πρέπει να δημιουργηθούν κατάλληλα διαμορφωμένοι χώροι για τον χειμώνα και χώροι υποδοχής και να αποσυμφωρηθούν τα νησιά, αυξάνοντας τον αριθμό επιστροφών στην Τουρκία, στη βάση της υπάρχουσας συμφωνίας. Σύμφωνα με τον ίδιο, πρέπει να συνεχιστεί η προσπάθεια για τη μεταφορά, από τα νησιά στην ενδοχώρα, εκείνων για τους οποίους έχει αρθεί ο γεωγραφικός προσδιορισμός.
Ο κ. Αβραμόπουλος υπενθύμισε ότι στις 20 Δεκεμβρίου η Επιτροπή διέθεσε έκτακτη χρηματοδότηση, ύψους 289.000.000, ευρώ για τη διαχείριση του μεταναστευτικού στην Ελλάδα, εκ των οποίων πάνω από 350.000 ευρώ προορίζονται για την αντιμετώπιση του χειμώνα, καλύπτοντας βασικές ανάγκες των μεταναστών, τόσο στα νησιά όσο και στον Έβρο.
Τέλος, ο Ευρωπαίος επίτροπος τόνισε ότι το σύνολο της βοήθειας της ΕΕ προς την Ελλάδα έχει φτάσει περίπου τα 2 δισ. ευρώ, όχι μόνο σε οικονομικό επίπεδο, αλλά και σε πολιτικό και επιχειρησιακό. «Αν η Ευρώπη δεν είχε σταθεί στην Ελλάδα αυτά τα χρόνια, η κατάσταση θα ήταν ανυπόφορη και απαράδεκτη» υπογράμμισε, προσθέτοντας ότι η Επιτροπή θα συνεχίσει να συνεργάζεται με τις ελληνικές Αρχές και να παρέχει την απαραίτητη βοήθεια.