Επιστολή στον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα απέστειλε σήμερα ο γενικός γραμματέας της Διεθνούς Αμνηστίας, Κούμι Ναϊντού, σχετικά με το προσφυγικό και την κατάσταση στα νησιά του Αιγαίου.
Στην επιστολή αυτή τονίζεται «η συγκλονιστική αλληλεγγύη που έχουν επιδείξει οι κάτοικοι των νησιών μέσα σε δύσκολες συνθήκες» και αναγνωρίζεται η «υπερβολική επιβάρυνση» της Ελλάδας ως χώρα πρώτης υποδοχής.
Ωστόσο αναδεικνύεται και περιγράφεται ως «απελπιστική» η κατάσταση που ο ίδιος ο Κούμι Ναϊντού διαπίστωσε κατά την επίσκεψη αυτή, καθώς και μέσα από την εικόνα που αποκόμισε μετά από πλήθος συναντήσεων με άλλες οργανώσεις και ακτιβιστές, ακτιβίστριες. Πάντως αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι η κατάσταση «δεν είναι αποκλειστική ευθύνη της Ελλάδας», ενώ ο κ. Ναϊντού χαιρετίζει «τις συνεχιζόμενες μετακινήσεις ανθρώπων στην ηπειρωτική Ελλάδα».
Ακόμη, υπογραμμίζεται η ανάγκη «ουσιαστικής αναμόρφωσης της ευρωπαϊκής πολιτικής για το άσυλο, με τη θέσπιση ενός υποχρεωτικού μηχανισμού ισότιμου καταμερισμού των ευθυνών μεταξύ των κρατών – μελών». Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά «είναι προφανής η αποτυχία της συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας που οδηγεί στην κατάφωρη παραβίαση των δικαιωμάτων των ανθρώπων αυτών. Ωστόσο, αυτή η πραγματικότητα δεν αναιρεί ότι είναι άμεση και επείγουσα η ανάγκη άρσης του γεωγραφικού περιορισμού και η μεταφορά των αιτούντων άσυλο στην ενδοχώρα, σε κατάλληλους και αξιοπρεπείς χώρους διαμονής, ως ευθύνη της ελληνικής κυβέρνησης».
Αναλυτικότερα, ο γγ της Διεθνούς Αμνηστίας εκφράζει τον θαυμασμό του για όσους υποδέχτηκαν εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες στο νησί της Λέσβου αποτελώντας «φάρο αλληλεγγύης κι έμπνευσης για όλους κι όλες μας. Είναι ξεκάθαρο ότι η αλληλεγγύη είναι ακόμη ζωντανή σήμερα, παρά την έξαρση του φόβου και της ξενοφοβίας» όπως υποστηρίζει.
Παράλληλα, όπως τονίζεται στην επιστολή «η εξωτερική και ανεξάρτητη παρακολούθηση της κατάστασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι πρωταρχικής σημασίας για τη διασφάλιση της διαφάνειας και της προστασίας των ανθρώπων, την ενθάρρυνση και τη διατήρηση ενός εποικοδομητικού διαλόγου, αλλά και για την εύρεση λύσεων όπου χρειάζεται».
Ανάμεσα στα προβλήματα που εντόπισε ο κ. Ναϊντού στη Μόρια, πρωταρχικό, είναι εκείνο, του υπερπληθυσμού, των συνθηκών υγιεινής και διαβίωσης καθώς επίσης και «του φόβου που νιώθουν οι πρόσφυγες».
«Αυτό που με ανησύχησε περισσότερο, ήταν ο φόβος που εξέφραζαν οι γυναίκες. Φόβος σεξουαλικής παρενόχλησης και βίας, φόβος για την ασφάλειά τους αλλά και για την ασφάλεια των παιδιών τους», επισημαίνει χαρακτηριστικά.
Επιπλέον, όπως αναφέρεται στην επιστολή του γγ της Διεθνούς Αμνηστίας «φέτος, θα είναι ο τρίτος χειμώνας που η Μόρια και πολλοί/ές από τους κατοίκους της θα πρέπει να υπομείνουν τέτοιες συνθήκες. Αυτό συμπίπτει με τον τρίτο χειμώνα της εφαρμογής της συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας, η οποία, σύμφωνα με την Διεθνή Αμνηστία, είναι ο κύριος λόγος πίσω από τις απάνθρωπες συνθήκες που αντιμετωπίζουν οι πρόσφυγες και οι μετανάστες/στριες στη Μόρια και σε κάποια άλλα νησιά της Ελλάδας».
«Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι η κατάσταση η οποία διαπίστωσα δεν είναι αποκλειστική ευθύνη της Ελλάδας. Αντιθέτως, η Διεθνής Αμνηστία έχει τεκμηριώσει τους τρόπους με τους οποίους τα υπερβολικά επιβαρυμένα συστήματα των χωρών πρώτης υποδοχής δεν αντέχουν κάτω από αυτές τις πιέσεις. Ωστόσο, οι χώρες της ΕΕ δεν κατορθώνουν να συμφωνήσουν σε μια συνεκτική και εφικτή μεταρρύθμιση του συστήματος ασύλου που θα επέτρεπε μια πιο δίκαιη κατανομή του μεριδίου ευθύνης για τους αιτούντες/ούσες άσυλο. Οι καθυστερήσεις στην παροχή λύσεων έχουν ως αποτέλεσμα οι άνθρωποι που απεγνωσμένα εγκατέλειψαν τις χώρες τους να αγωνιούν.
Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου πολλοί και πολλές περιμένουν την επεξεργασία της αίτησης ασύλου τους σε μια ευρωπαϊκή χώρα, ενώ η οικογένειά τους κατοικεί σε μία άλλη. Η σημερινή πολιτική ασύλου της ΕΕ θέτει δυσανάλογη πίεση σε ορισμένες χώρες της ΕΕ και διαχωρίζει τις οικογένειες», προσθέτει.
Παράλληλα, μέσω της επιστολής απευθύνεται για ακόμη μία φορά έκκληση προς την Ευρωπαϊκή Ένωση για «ένα λειτουργικό και πιο δίκαιο σύστημα ασύλου, το οποίο θα υποστηρίζει τα κράτη-μέλη, μεταξύ άλλων και μέσω ενός υποχρεωτικού μηχανισμού καταμερισμού, που θα προστατεύει τους ανθρώπους που έχουν ανάγκη και θα επιτρέπει στις οικογένειες να επανενωθούν εντός ΕΕ».
Ο γγ της Διεθνούς Αμνηστίας παραθέτει κάποια επείγοντα αιτήματα προς τον πρωθυπουργό τονίζοντας την ανάγκη για λήψη όλων των απαραίτητων μέτρων «για την αποκατάσταση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας για όσους και όσες βρίσκονται εγκλωβισμένοι/ες στη Μόρια και τα άλλα κέντρα φιλοξενίας στα ελληνικά νησιά, στο Βαθύ, τη Σάμο και τη Βιάλ της Χίου».
Ωστόσο, ο κ. Ναϊντού χαιρετίζει «τις συνεχιζόμενες μετακινήσεις ανθρώπων στην ηπειρωτική Ελλάδα» και καλεί «να ενταθούν οι προσπάθειες» και να διασφαλιστεί ότι «οι πρόσφυγες θα μεταφερθούν σε κατάλληλη και αξιοπρεπή στέγαση που θα διασφαλίζει τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους». Επιπλέον, καλεί την ελληνική κυβέρνηση «να σταματήσει άμεσα την σκληρή πολιτική περιορισμού που επιβάλλεται στους αιτούντες/ούσες άσυλο που φθάνουν στα ελληνικά νησιά από την Τουρκία, καθώς η συνεργασία με άλλες χώρες μπορεί να ελαττώσει την πίεση στην Ελλάδα, με τον καταμερισμό της ευθύνης για τους αιτούντες/ούσες άσυλο και τους πρόσφυγες που φτάνουν στην Ευρώπη.
Παράλληλα ζητά « να αντιμετωπιστούν με ιδιαίτερη προσοχή οι ανάγκες των παιδιών, των γυναικών που επιβιώνουν από τη βία, των εγκύων και των νέων μητέρων, αλλά και εκείνων που υφίστανται διώξεις λόγω της ταυτότητας του φύλου τους ή του σεξουαλικού τους προσανατολισμού, μεταξύ άλλων ομάδων» καθώς επίσης και «να διασφαλιστεί ότι όσοι και όσες δείχνουν αλληλεγγύη στους μετανάστες/στριες και τους πρόσφυγες και προσφέρουν υπηρεσίες που είναι αναγκαίες, είτε πρόκειται για ΜΚΟ είτε για άλλες οργανώσεις και ακτιβιστές/στριες, θα προστατεύονται πάντοτε και σε καμία περίπτωση δεν θα στοχοποιούνται ή θα παρενοχλούνται».
Καταλήγοντας, όπως αναφέρει, «σε ένα κλίμα όπου η ξενοφοβία και το μίσος απειλούν τον ιστό των κοινωνιών μας, πρέπει να καταδικάζονται και να ερευνώνται οι επιθέσεις εναντίον προσφύγων και μεταναστών/στριών και όσων δείχνουν αλληλεγγύη προς αυτούς/ές, καθώς και να λαμβάνεται υπόψη οποιοδήποτε πιθανό κίνητρο μίσους κατά τη δίωξη αυτών των εγκλημάτων».