Απαισιόδοξος για την πορεία της παρούσας κυβέρνησης εμφανίζεται ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου, σε συνέντευξη που παραχωρεί στο γερμανικό οικονομικό περιοδικό «Wirtschaftswoche».
Ο πρώην υπουργός Οικονομικών υποστηρίζει ότι «το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜΑΡ, σε αυτή την κρίσιμη στιγμή, συμμετέχουν στην κυβέρνηση με μισή καρδιά», γεγονός που, όπως λέει, δεν του αρέσει καθόλου.
Ωστόσο, δηλώνει βέβαιος ότι η Ελλάδα θα παραμείνει στην Ευρωζώνη.
«Είναι όμως σημαντικό να δούμε τώρα τα γεγονότα ως μια κλήση αφύπνισης», τονίζει ο πρώην υπουργός Οικονομικών και προσθέτει ότι «πρέπει να αλλάξει εκ θεμελίων ο τρόπος που λειτουργούν οι δημόσιες υπηρεσίες και το κράτος, το φορολογικό σύστημα και η κοινωνική πρόνοια».
Υπεραμύνεται δε της πολιτικής που άσκησε και αναφέρεται στα βήματα προόδου που σημειώθηκαν, με την μείωση π.χ. του πρωτογενούς ελλείμματος κατά 8% σε δύο χρόνια και με την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων στο φορολογικό σύστημα, στο σύστημα υγείας και στο συνταξιοδοτικό. Αναφέρει δε και το γεγονός ότι φορολογικοί παραβάτες οδηγούνται πλέον στη φυλακή.
Σε ό,τι αφορά τον κυβερνητικό συνασπισμό που σχηματίστηκε μετά τις εκλογές, ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου εξηγεί ότι θα προτιμούσε ένα σχήμα όπως στην Γερμανία, όπου όλα τα κόμματα ορίζουν υπουργούς, ενώ σχετικά με τους υπουργούς της Νέας Δημοκρατίας, σημειώνει ότι πολλοί από αυτούς δεν υπήρξαν ιδιαίτερα επιτυχημένοι στην τελευταία τους θητεία και αναφέρει ότι θα προτιμούσε περισσότερους τεχνοκράτες και φρέσκα πρόσωπα.
Ο ίδιος πάντως προβλέπει ότι αυτός ο συνασπισμός συνιστά μεγάλη πολιτισμική μεταβολή για την Ελλάδα και τάσσεται υπέρ της κατάργησης του μπόνους των 50 εδρών που δίνει ο εκλογικός νόμος στον νικητή.
Από τη νέα κυβέρνηση δηλώνει ότι περιμένει να προωθήσει αποφασιστικά τη σύνδεση της απόδοσης των δημοσίων υπαλλήλων με την αμοιβή τους και τονίζει ότι το πολιτικό σύστημα και η δημόσια διοίκηση στην Ελλάδα αντιτάσσονται στην αλλαγή.
Απαντώντας πάντως σε ερώτηση σχετικώς με την απροθυμία χωρών όπως η Φινλανδία, η Γερμανία και η Ολλανδία να συνεχίσουν να συμμετέχουν στην παροχή βοήθειας προς την Ελλάδα, ο κ. Παπακωνσταντίνου αναφέρει ότι αυτές οι χώρες επωφελήθηκαν πάρα πολύ από το ευρώ.
«Η Γερμανία μεταρρύθμισε την οικονομία της, αλλά είχε και μεγάλο κέρδος από μια συμφέρουσα ισοτιμία, η οποία οδήγησε σε έκρηξη των εξαγωγών. Η βιομηχανία το γνωρίζει, αλλά οι πολιτικοί ευχαρίστως το παραβλέπουν.
Στους πολίτες δεν εξηγείται επαρκώς», τονίζει και, κληθείς να σχολιάσει το γεγονός ότι η καγκελάριος Άγκελα Μέρκελ δεν έχει επισκεφθεί την Ελλάδα, υποστηρίζει ότι θα έπρεπε να το κάνει, όπως και ότι θα έπρεπε να μεταβεί και στην Ιταλία και στην Ισπανία.
«Οπωσδήποτε θα υπήρχαν διαδηλώσεις, αλλά εάν σεβόταν τα συναισθήματα των ανθρώπων και δεν παρουσιαζόταν ως κατακτητής, η επίσκεψη θα είχε πολύ σημαντικό αποτέλεσμα. Η Γερμανία και η γερμανική κυβέρνηση προκαλούν την εντύπωση ότι δεν γνωρίζουν πώς πρέπει να χειριστούν την τεράστια δύναμη που έχουν στην Ευρώπη. Μερικές φορές η Γερμανία κοιτάζει υπερβολικά προς το εσωτερικό της. Θα έπρεπε να χρησιμοποιεί έξυπνα τη δύναμή της και να είναι συγχρόνως ανεκτική», επισημαίνει.
Ο πρώην υπουργός Οικονομικών πάντως δεν θεωρεί ότι η κυβέρνηση της οποίας ήταν μέλος μπορούσε να έχει κάνει διαφορετικές επιλογές στην αντιμετώπιση της κρίσης ή να έχει ενεργήσει ταχύτερα, καθώς, όπως λέει, όταν ανέλαβε, «τα πράγματα ήταν ήδη τελείως εκτός ελέγχου».
Η οικονομική ύφεση του 2008, συνεχίζει, προκάλεσε την εκτόξευση του χρέους. «Δεν νομίζω ότι θα έπρεπε να λάβουμε με διαφορετικό τρόπο τις σημαντικές αποφάσεις. Κάποια πράγματα δεν εξαρτώντο από εμάς. Θα επιθυμούσαμε ένα καθαρά ευρωπαϊκό πρόγραμμα βοήθειας, όμως η Γερμανία επέμεινε να συμπεριλάβει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Στην Ελλάδα το ΔΝΤ θεωρείται οργανισμός που καταστρέφει τις εθνικές οικονομίες. Αυτό δημιούργησε δυσφορία», εξηγεί, αλλά διευκρινίζει ότι τελικά το ΔΝΤ στην πράξη ήταν συχνά πιο ρεαλιστικό ως προς τους στόχους και τον χρόνο επίτευξής τους από ότι οι Ευρωπαίοι, οι οποίοι, επισημαίνει, επέμεναν επειδή ορισμένα κράτη-μέλη ασκούσαν πίεση.