«Την πολιτική βούληση της κυβέρνησης για την αντιμετώπιση της παράνομης μετανάστευσης», εξέφρασε ο υπουργός Εσωτερικών Ευριπίδης Στυλιανίδης -μιλώντας στην εκδήλωση που οργάνωσε το Ινστιτούτο Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής με θέμα «Διπλή πρόκληση, οικονομική κρίση και μετανάστευση»- τονίζοντας ότι αυτή θα κινηθεί στη βάση του ανθρωποκεντρικού πολιτισμού μας, αλλά και της εμπέδωσης του αισθήματος ασφάλειας στους πολίτες.
Ως προγραμματικούς άξονες ανέφερε την ανάγκη για βασική αλλαγή του νόμου περί ιθαγένειας καθώς και ότι πρέπει να στραφούμε προς την ΕΕ, προκειμένου να αναλάβει ένα μέρος του οικονομικού βάρους της Ελλάδας για την ενσωμάτωση των μεταναστών, δεδομένου ότι το 90% αυτών που θέλουν να φτάσουν στην Ευρώπη, περνάνε από τη χώρα μας.
Το μεταφέραμε ήδη στον κ. Ράιχενμπαχ και στον Επίτροπο Γιοχάνες Χαν, σημείωσε, θα το θέσουμε και στο Συμβούλιο υπουργών Εσωτερικών που θα γίνει αυτές τις μέρες.
Ειδικότερα, ανέφερε ότι τις δαπάνες για την υγεία και την παιδεία για το ενάμισι εκατομμύριο μετανάστες -νόμιμους και μη – δεν τις αναγνωρίζουν ούτε η ΕΕ, ούτε η τρόικα, ούτε καν ο ΟΟΣΑ, ως αναπτυξιακή βοήθεια, σημειώνοντας παράλληλα ότι δεν πρέπει να αποστούμε αυτών των παροχών, διότι βασική αρχή της ενσωμάτωσης είναι οι ξένοι «να μετέχουν της ελληνικής παιδείας».
Στον χαιρετισμό που απηύθυνε ο κ. Στυλιανίδης, έκανε ειδική μνεία στο πρόβλημα των επιτροπών που εξετάζουν τις αιτήσεις ασύλου- κυρίως στον Έβρο και στα νησιά- τονίζοντας ότι πρέπει να ενισχυθεί η στελέχωση και η λειτουργία τους, καθώς εκκρεμούν χιλιάδες αιτήσεις επί πολλά χρόνια.
Όπως αναφέρει το ΑΜΠΕ, τάχθηκε υπέρ της δημιουργίας χώρων υποδοχής μεταναστών, εντοπίζοντας τις ανάγκες εγκαταστάσεων για 5.000 άτομα στον Εβρο και 30.000 σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, ως «μεταβατική στάση», προκειμένου, όπως είπε, να σταλεί το μήνυμα στους μετανάστες και τους διακινητές ότι «η χώρα δεν είναι ξέφραγο αμπέλι».
6.000 Ελληνες γιατροί μετανάστες στη Γερμανία
Στην αποδημία Ελλήνων προς το εξωτερικό, την άλλη όψη της μετανάστευσης που αντιμετωπίζει η Ελλάδα και πάλι εν μέσω οικονομικής κρίσης, έκανε ο επίκουρος καθηγητής του Παντείου και νέος γγ του υπουργείου Εσωτερικών Αγγελος Συρίγος.
Υπάρχει μια σύγχυση, μεταξύ της εκδήλωσης ενδιαφέροντος και της πραγματικής εκροής, τόνισε, ειδικά για την Αυστραλία και τον Καναδά, όπου οι βίζες τους τελευταίους μήνες δεν ξεπέρασαν τις 150 για κάθε χώρα, ενώ οι αιτήσεις ξεπέρασαν τις 10.000. Αυτό συμβαίνει γιατί και οι δύο έχουν πολύ στοχευμένη μεταναστευτική πολιτική, για το πόσους και με ποια εξειδίκευση θέλουν, πολιτική που «πρέπει να μας γίνει μάθημα», όπως τόνισε στη συνέχεια η επίκουρη καθηγήτρια οικονομικής δημογραφίας στο Χαροκόπειο Αλ. Τραγάκη.
Η χώρα που δέχεται τους περισσότερους Ελληνες μετανάστες σήμερα είναι η Γερμανία, επειδή υπάρχει αφενός μισθολογική διαφορά και ανεργία στην Ελλάδα και αφετέρου είναι εύκολη η πρόσβαση λόγω ΕΕ. Στη Γερμανία έφυγαν το 2010 5.000 άτομα, το 2011 9.000 και το πρώτο εξάμηνο του 2012 15.000.
Αναφερόμενος στους περίπου 100.000 Αλβανούς που έχουν παλιννοστήσει, ο κ. Συρίγος υπογράμμισε την ανάγκη να συνεχιστεί στην Αλβανία η ελληνική παιδεία που πήραν τα παιδιά αυτά στην Ελλάδα, με τα δίγλωσσα σχολεία εκεί, καθότι «είναι οι μελλοντικοί πρεσβευτές μας».
Στην πλειονότητά τους, οι Ελληνες αποδημούντες σήμερα, είναι επιστήμονες, κυρίως γιατροί και ειδικευμένοι στην πληροφορική, ενώ σε κάθε χώρα του εξωτερικού μεταναστεύουν και όσοι διαθέτουν «ιστορικό» μετανάστευσης.
Αυτή τη στιγμή εργάζονται 6.000 Έλληνες γιατροί στη Γερμανία, ανέφερε ο Α. Κόντης, διευθυντής του Εργαστηρίου Μελέτης της Μετανάστευσης και Διασποράς και αναπλ. καθηγητής Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σχέσεων.
Αναρωτήθηκε μάλιστα, «αν χρηματοδοτούμε εμείς με τους γιατρούς μετανάστες, τα συστήματα υγείας των χωρών υποδοχής », αν αυτό αποτελεί «μεταφορά πόρων από τον Νότο στον Βορρά». Στα θετικά, καταλόγισε, ότι εφόσον επιστρέψουν σύντομα «θα είναι φορείς τεχνολογίας αιχμής» και ότι με την παρουσία τους στο εξωτερικό «αναζωογονούν τις ελληνικές κοινότητες διασποράς».
Στο ερώτημα, «η μετανάστευση είναι ευλογία ή κατάρα», ο κ. Κόντης απάντησε ότι πρόκειται για «ένα κοινωνικό, διαχρονικό και διεθνές φαινόμενο, από το οποίο απορρέουν οφέλη για όλους τους μετέχοντες, εφόσον δεν πάρει εκρηκτικές διαστάσεις».
Εστιάζοντας στις κοινωνικές επιπτώσεις της εισροής μεταναστών στην Ελλάδα σε περίοδο οικονομικής κρίσης, η κ. Ιω. Τσίγκανου, διευθύντρια Ερευνών του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών, ΓΓΕΤ του υπουργείου Ανάπτυξης, είπε χαρακτηριστικά ότι «η παραδοσιακά φιλόξενη Ελλάδα γίνεται κλειστή και εσωστρεφής με αυξανόμενη δυσανεξία στους ξένους».
Τα δεδομένα της τελευταίας δεκαετίας, προσθέτει, δείχνουν ένα «εκρηκτικό μίγμα ανασφάλειας, ετεροφοβίας και φόβου του εγκλήματος στις πόλεις και την ύπαιθρο».
Το ελληνικό κοινό πιστεύει ότι οι ξένοι επιδρούν αρνητικά στην οικονομία ακόμη και πολιτιστικά, σε ποσοστά υψηλότερα σε σχέση με όσα πίστευε δέκα χρόνια πριν και σε σχέση με τα ευρωπαϊκά.
«Το όραμα μεγάλου μέρους της κοινωνίας αναφέρεται σε παρωχημένες αναπαραστάσεις μιας πραγματικότητας που πιά δεν υπάρχει», συνεχίζει, υπογραμμίζοντας ότι τα στοιχεία αυτά πρέπει να ληφθούν υπόψιν στις πολιτικές που πρόκειται να εφαρμοστούν, ώστε τα πράγματα να έρθουν στις πραγματικές τους διαστάσεις και να φύγουν οι υπερβολικοί τόνοι που τα περιβάλλουν.
Η κρίση δεν έχει ανακόψει τη μεταναστευτική ροή, ούτε τα αποθέματα
«Η οικονομική κρίση έχει αναχαιτίσει το ρεύμα εισόδου;» ήταν το ερώτημα στο οποίο οικοδόμησε την ομιλία της η κ. Τραγάκη, η οποία μίλησε για τη συνολική μετανάστευση προς το Νότο μετά την κατάρρευση του σοβιετικού μπλοκ και στη συνέχεια λόγω της αναταραχής στη Β. Αφρική, με πρώτους σταθμούς Λαμπεντούσα και Κρήτη.
Το συμπέρασμα των μελετών που κατέθεσε ήταν ότι «η κρίση που βιώνουμε δεν έχει ανακόψει ουσιαστικά το μεταναστευτικό ρεύμα. Ούτε υπάρχει σοβαρή αποχώρηση από την ελλάδα εγκατεστημένων μεταναστών». Κι αυτό, γιατί η Ελλάδα της κρίσης παραμένει ελκυστικότερη από την Ουκρανία, τη Γεωργία, την Αλβανία, ενώ δεν τίθεται καν θέμα για τις χώρες της Β. Αφρικής και της Κ. Ασίας.
Δεν έχουμε διαφορετική αριθμητική «ούτε στην εισροή ούτε στα αποθέματα», είπε, αλλά η κρίση έχει επηρεάσει ποιοτικά τη μετανάστευση. Διαφοροποιείται η εθνοτική σύνθεση, καθώς πολλαπλασιάζονται οι μετανάστες από τη Β.Αφρική και την Κ. Ασία έναντι της Α. Ευρώπης και των Βαλκανίων τα προηγούμενα χρόνια. Επίσης, οι άντρες επηρεάζονται πιο πολύ από την κρίση -κατασκευαστικός τομέας- από τις γυναίκες – προσφορά οικιακών και υπηρεσιών υγιεινής.
Καταλήγοντας είπε ότι αναμένεται μετατόπιση αρχικά στον αγροτικό τομέα και γενικά στην «ανεπίσημη» εργασία. Μειώνεται ο αριθμός των νομίμων, καθότι δεν έχουν πλέον τις προϋποθέσεις νομικής ένταξης, μειώνονται οι ασφαλιστικές εισροές, αλλά όχι ο αριθμός των μεταναστών που διαβιούν στη χώρα.
Η Μ. Πυργιώτη που συντόνισε τη συζήτηση, είπε στην εισαγωγική της ομιλία ότι το Ινστιτούτο Δημοκρατίας φιλοδοξεί, ως επιστημονικό ινστιτούτο διακίνησης ιδεών και μεταξύ των σοβαρών think tank του φιλελεύθερου χώρου στην Ευρώπη, να αναδεικνύει μεγάλα προβλήματα και να συμβάλει στην επίλυσή τους.