Τη σημασία που δίνει η ελληνική πολιτεία στο θέμα της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, λόγω και των προβλημάτων νέφους που αντιμετώπισε η Αθήνα τις δεκαετίες του 1970 και του 1980, υπογράμμισε ο αναπληρώτης υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Σωκράτης Φάμελλος, κατά την εναρκτήρια τοποθέτησή του στο άτυπο συμβούλιο υπουργών Περιβάλλοντος, που διεξάγεται σήμερα και αύριο στη Σόφια της Βουλγαρίας.
Ο αναπληρωτής υπουργός ανέφερε ότι τότε το πρόβλημα αντιμετωπίστηκε με σειρά μέτρων στον τομέα των μεταφορών και συγκοινωνιών. Ωστόσο, οι δημοσιονομικές συνθήκες και η αποδυνάμωση του δημόσιου τομέα, σε συνδυασμό με την καθυστέρηση δημόσιων υποδομών συγκοινωνιών και τη χρήση ανοιχτών εστιών καύσης για θέρμανση από αρκετούς πολίτες, έχουν δημιουργήσει καθυστερήσεις στην εφαρμογή μέτρων και άρα δυσμενείς εξελίξεις στον τομέα της ατμοσφαιρικής ρύπανσης.
Στη συνέχεια, ο κ. Φάμελλος σημείωσε ότι τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Ευρώπη, το πρόβλημα της ατμοσφαιρικής ρύπανσης παραμένει ιδιαίτερα σημαντικό και απαιτεί νέα και αποτελεσματικά μέτρα, ιδιαίτερα όσον αφορά στα οξείδια του αζώτου και τα αιωρούμενα σωματίδια. Υπάρχουν τεχνικές λύσεις, αλλά αυτές εξαρτώνται από τη θέσπιση πιο φιλόδοξων ευρωπαϊκών προτύπων και στόχων, όπως π.χ. για τις εκπομπές οχημάτων, την προσαρμογή της δοκιμής κύκλου οδήγησης σε πραγματικές συνθήκες ή την εισαγωγή νέων βέλτιστων διαθέσιμων τεχνικών για τη βιομηχανία και τον ενεργειακό τομέα.
«Τα τεχνικά εργαλεία δεν επαρκούν, όμως, από μόνα τους. Θα πρέπει να βρεθούν και καινοτόμοι τρόποι χρηματοδότησης των απαραίτητων επενδύσεων» τόνισε ο αναπληρωτής υπουργός Περιβάλλοντος και πρόσθεσε: «Αξιολογούμε την εισαγωγή φορολογικών εκπτώσεων για περιβαλλοντικές επενδύσεις που υπερβαίνουν τα θεσπισμένα ευρωπαϊκά πρότυπα, καθώς αυτό είναι απαραίτητο για να δοθούν τα αντίστοιχα κίνητρα και να βελτιωθεί η κοινωνική αποδοχή».
Τα οικονομικά κίνητρα είναι, επίσης, απαραίτητα για την επέκταση του δικτύου φυσικού αερίου (συμπιεσμένο φυσικό αέριο για απομακρυσμένες περιοχές), για την αντικατάσταση παλαιών πετρελαιοκίνητων και ρυπογόνων οχημάτων, όπως τα φορτηγά, τα λεωφορεία και τα ταξί, καθώς και για την ηλεκτροκίνηση.