«Φέρτε τα λεφτά στην Ελλάδα για επενδύσεις» είναι το μήνυμα που στέλνει η κυβέρνηση στους Έλληνες επιχειρηματίες, καλώντας τους να ακολουθήσουν το παράδειγμα των Ιταλών. Αντί να «επενδύουν» σε σπίτια στο κέντρο του Λονδίνου και να γεμίζουν θυρίδες στην Ελβετία, τους ζητεί να στηρίξουν τη χειμαζόμενη από την ύφεση ελληνική οικονομία με παραγωγικές επενδύσεις, όπως γράφει σε πρωτοσέλιδο δημοσίευμά του το «Βήμα της Κυριακής».
«Να έρθουν εδώ τα χρήματα» επαναλαμβάνει μονότονα ο υπουργός Οικονομικών Ευ. Βενιζέλος και καλεί σε κινητοποίηση «για λόγους συμμετοχής στην εθνική προσπάθεια» τους επιχειρηματίες, τον ναυτιλιακό κόσμο και τον απόδημο Ελληνισμό. Την ίδια στιγμή, 24 Ιταλοί μεγαλοεπιχειρηματίες βγήκαν μπροστά για να βοηθήσουν τη χώρα τους, «βάζοντας τα γυαλιά» στους Έλληνες συναδέλφους τους. «Οχι, δεν θα μείνουμε αδρανείς να παρακολουθούμε την Ιταλία να μένει αδέκαρη» υπογράμμισαν σε διακήρυξή τους οι επικεφαλής μερικών από τις ισχυρότερες εταιρείες της Ιταλίας, όπως ο Ντιέγκο Ντέλα Βάλε της Τod΄s, οι Στέφανο Λουτσίνι και Πάολο Σκαρόνι του πετρελαϊκού γίγαντα Εni, ο Φραντσέσκο Μιτσέλι και η Μισέλ Λουτσίνι της Salvatore Ferragamo, ο Μάρκο Τρονκέτι Προβέρα της Ρirelli και ο Κάρλο Πεζέντι της Ιtalcementi. «Αν η Ιταλία χρειάζεται τη βοήθειά μας, εμείς είμαστε εδώ» τονίζουν- προσθέτοντας με νόημα ότι ήδη «περίπου το 50% του δημόσιου χρέους της Ιταλίας βρίσκεται σε ιταλικά χέρια».
«Είμαστε μια ισχυρή, πλούσια χώρα, με ένα πολύ υψηλό δημόσιο χρέος, αλλά με ένα συνδυασμένο δημόσιο και ιδιωτικό χρέος σημαντικά χαμηλότερο απ΄ αυτό της Βρετανίας καιαπ΄ αυτό της Γερμανίας» αναφέρεται στη διακήρυξή τους, η οποία υπογράφεται επίσης από οικονομολόγους και διευθυντές επενδυτικών κεφαλαίων.
Τι ενώνει τους ιταλούς μεγιστάνες- εκτός από τον πατριωτισμό τους; Η δέσμευσή τους για αγορά κρατικών ομολόγων συνοδεύεται από την πλήρη υποστήριξή τους στην πολιτική λιτότητας της κυβέρνησης του Σίλβιο Μπερλουσκόνι και στα νέα μέτρα για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης και τη στήριξη της ανάπτυξης.
Τι… δεν περιλαμβάνει; Μα φυσικά αυξήσεις φόρων, και ιδιαίτερα αυξήσεις φόρων για τα υψηλά εισοδήματα. Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που αρέσει τόσο στους ιταλούς πολυεκατομμυριούχους, με πρώτο κερδισμένο τον ίδιο τον κροίσο ιταλό πρωθυπουργό.
50 δισ. ευρώ έκαναν φτερά
Όταν πριν από περίπου ενάμιση χρόνο ξεσπούσε η κρίση στην Ελλάδα, οι έλληνες κροίσοι όχι μόνο δεν προθυμοποιήθηκαν να στηρίξουν τα ελληνικά ομόλογα αλλά, αντίθετα, έσπευσαν να σηκώσουν τα χρήματά τους από τις ελληνικές τράπεζες και να τα μεταφέρουν στο εξωτερικό. Χρήματα που ως επί το πλείστον είχαν «παρκάρει» στα εγχώρια χρηματοπιστωτικά ιδρύματα έναν χρόνο νωρίτερα, όταν η παγκόσμια πιστωτική κρίση είχε ταρακουνήσει συθέμελα τραπεζικούς κολοσσούς, όπως η ελβετική UΒS η αμερικανική Citigroup και η βρετανική Βarclay΄s. Τότε οι ελληνικές τράπεζες, οι οποίες δεν είχαν ασχοληθεί με τοποθετήσεις σε στεγαστικά δάνεια subprime και άλλα «εξωτικά» επενδυτικά προϊόντα, αποτελούσαν ασφαλές καταφύγιο για τα χρήματά τους. Ωστόσο με την πρώτη αναταραχή το «έξυπνο» χρήμα αποχαιρέτησε τη χώρα. Ηταν η εποχή που οι τιμές των ακινήτων στο Μayfair και στο Chelsea του Κεντρικού Λονδίνου και στο προάστιο Ηampstead της βρετανικής πρωτεύουσας απογειώνονταν από τις αγορές των Ελλήνων, όπως έγραφε ο βρετανικός Τύπος.
Περισσότερα από 50 δισ. ευρώ έχουν φύγει από τις ελληνικές τράπεζες από την αρχή της κρίσης. Ποσό που αντιστοιχεί περίπου στο ένα τέταρτο του ΑΕΠ. Και σίγουρα το μεγαλύτερο μέρος αυτών είναι χρήματα από παραδοσιακά και νέα επιχειρηματικά και εφοπλιστικά τζάκια της χώρας.
Βεβαίως αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο. Παραδοσιακά οι έλληνες επιχειρηματίες μετέφεραν στο εξωτερικό το μεγαλύτερο μέρος των κερδών τους και πάντοτε ήταν φειδωλοί στο να τα επαναεπενδύουν. Σε αντίθεση με τους ιταλούς συναδέλφους τους που έχουν δημιουργήσει επιχειρήσεις με ιστορία δεκαετιών, οι έλληνες επιχειρηματίες, κρατικοδίαιτοι στην πλειονότητά τους, έχουν μικρό χρονικό ορίζοντα. Στόχος τους, στις περισσότερες περιπτώσεις, η συσσώρευση των κερδών και η δημιουργία περιουσίας σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Βεβαίως αυτή δεν είναι η μόνη διαφορά από τους ιταλούς συναδέλφους τους. Οι βασικότερες διαφορές βρίσκονται στα μεγέθη. «Οι ιταλικές επιχειρήσεις είναι μεγάλες, με διεθνή δραστηριότητα, έχουν τεράστια κερδοφορία και επιχειρούν σε μια χώρα που δεν βρίσκεται σε ύφεση» αναφέρει κορυφαίος τραπεζίτης, ο οποίος σημειώνει ότι το 2010 οι ελληνικές επιχειρήσεις είχαν συνολικές ζημιές ύψους 3 δισ. ευρώ. «Πόσες επιχειρήσεις έχουν κέρδη για να αγοράσουν ομόλογα;» προσθέτει ο ίδιος.
Αγκάθι η χρηματοδότηση
Οι έλληνες επιχειρηματίες θεωρούν ότι το πρόβλημα ρευστότητας που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία και ειδικότερα οι τράπεζες, οι οποίες έχουν κλείσει τις στρόφιγγες των χορηγήσεων, απαγορεύει στις ελληνικές επιχειρήσεις να προχωρήσουν σε αγορές ελληνικών ομολόγων και να βοηθήσουν την οικονομία, όπως προθυμοποιήθηκαν να κάνουν οι μεγάλες ιταλικές επιχειρήσεις.
«Οι ιταλικές επιχειρήσεις αγοράζουν ομόλογα διότι έχουν την απόλυτη στήριξη του ιταλικού τραπεζικού συστήματος, το οποίο έχει ακόμη τη δυνατότητα να χρηματοδοτεί την οικονομία, αφού ούτε μείωση καταθέσεων είχε ούτε απομείωση ενεργητικού λόγω των κρατικών ομολόγων ούτε αποκοπή από τις διεθνείς χρηματαγορές του “επέβαλε” το Δημόσιο, όπως στην περίπτωση της Ελλάδας» αναφέρει μιλώντας στο «Βήμα της Κυριακής» ο κ. Ευ. Μυτιληναίος , πρόεδρος του ομώνυμου ομίλου.
Η άποψη του κ. Μυτιληναίου, αλλά και άλλων ελλήνων επιχειρηματιών που είναι από τα παλαιότερα μέλη του ΣΕΒ, είναι ότι οι ιταλοί επιχειρηματίες μπορούν να αγοράσουν ιταλικά ομόλογα διότι υποστηρίζονται από το ιταλικό τραπεζικό σύστημα. Αντίθετα, οι ελληνικές τράπεζες, παρ΄ όλο που είναι υγιείς, πληρώνουν το τίμημα των τεράστιων δημοσιονομικών προβλημάτων του Ελληνικού Δημοσίου που συνοψίζονται στο έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης και στο δημόσιο χρέος. Από την πλευρά τους πάντως, οι τραπεζίτες επισημαίνουν ότι «οι ελληνικές τράπεζες από την αρχή της κρίσης δεν έχουν πουλήσει ελληνικά ομόλογα» και ότι «στηρίζουν το Δημόσιο αγοράζοντας σε αυτή τη συγκυρία τα έντοκα γραμμάτια που εκδίδει».
«Αυτό που έχει σημασία για εμάς, στο σημείο που βρίσκονται σήμερα τα πράγματα, δεν είναι να αγοράσουν οι επιχειρήσεις ομό λογα του Δημοσίου. Σημασία έχει να γίνουν πιο εξωστρεφείς και πιο ανταγωνιστικές. Μόνο έτσι θα αρχίσουν πάλι να προσλαμβάνουν» αναφέρει μιλώντας στο «Βήμα της Κυριακής» ο υπουργός Ανάπτυξης κ. Μιχ. Χρυσοχοΐδης.
Την ανάγκη να προχωρήσουν οι επιχειρήσεις σε επενδύσεις για να επιστρέψει η χώρα σε αναπτυξιακούς ρυθμούς επισημαίνει και ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας κ. Γ. Παπακωνσταντίνου. «Τώρα είναι η στιγμή για την ελληνική επιχειρηματική κοινότητα να τολμήσει επενδύσεις και να συμβάλει στην ανάκαμψη της οικονομίας, στρέφοντας παράλληλα το παραγωγικό μοντέλο της χώρας στη βιώσιμη ανάπτυξη» σημειώνει.
Επενδύσεις με το σταγονόμετρο
Ωστόσο η έλλειψη χρηματοδότησης εμποδίζει τα όποια επενδυτικά σχέδια.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα 10 μεγάλων ελληνικών επιχειρηματικών ομίλων, όπως οι Τιτάν, Βιοχάλκο, Μotoroil, ΕΛΛΠΕ, Μυτιληναίος, Ελλάκτωρ, ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ, που είναι έτοιμοι να βοηθήσουν την ελληνική οικονομία κυρίως με επενδύσεις, περιμένουν όμως τη βελτίωση της ρευστότητας του ελληνικού τραπεζικού συστήματος που θα τους λύσει τα χέρια.
Οι ιταλοί συνάδελφοί τους έχουν ήδη στα χέρια τους αυτό το συγκριτικό πλεονέκτημα και για τον λόγο αυτόν μπορούν να επενδύουν αλλά και να αγοράζουν ιταλικά ομόλογα.
Η έλλειψη χρηματοδότησης φέρνει σε μειονεκτική θέση τις ελληνικές επιχειρήσεις και όσον αφορά το πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων που προωθεί η κυβέρνηση. Οπως αναφέρει ο κ. Μυτιληναίος, η εταιρεία του οποίου ολοκληρώνει επενδυτικό πρόγραμμα πάνω από 800 εκατ. ευρώ στην ενέργεια και στη βιομηχανία, «το γεγονός ότι η εγχώρια τραπεζική χρηματοδότηση παρέχεται πλέον με το σταγονόμετροθέτει τις ελληνικές επιχειρήσεις σε μειονεκτικότερη θέση στο πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων που ξεκίνησε, έναντι π.χ. των γερμανικών, οι οποίες διαθέτουν ρευστότητα αλλά και χαμηλότερο κόστος χρήματος, 3%-4% έναντι 8%-10% των ελληνικών» .
Πάντως δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις επιχειρήσεων που καταβάλλουν ισχυρές προσπάθειες για τη διατήρηση των θέσεων εργασίας. Χαρακτηριστική όμως είναι και η περίπτωση του κλάδου των σουπερμάρκετ. Στη διάρκεια των τελευταίων τριών χρόνων που διαρκεί η οικονομική κρίση, οι επενδύσεις των μεγάλων αλυσίδων όχι μόνο δεν έχουν περιοριστεί αλλά, αντιθέτως, έχουν αυξηθεί κατά 40%, διατηρώντας ή και αυξάνοντας τις θέσεις εργασίας. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, οι επενδύσεις από 389 εκατ. ευρώ που ήταν το 2007 ανήλθαν σε 530 εκατ. ευρώ στη διάρκεια του 2010.
Οπως αναφέρει ο κ. Ν. Βερόπουλος , πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ομώνυμης αλυσίδας σουπερμάρκετ, «όλη μας η προσπάθεια συνίσταται στο να διατηρήσουμε τις θέσεις εργασίας, γιατί γνωρίζουμε ότι μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορούν να παραμείνουν εν λειτουργία τα καταστήματα. Σε όλα αυτά τα χρόνια κάναμε επενδύσεις δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ, αναπτύσσοντας το δίκτυό μας και δημιουργώντας νέες θέσεις εργασίας» .