Το εμβληματικό Μέγαρο της Παλαιάς Βουλής, που δεσπόζει στην οδό Σταδίου, στην καρδιά της Αθήνας, ετοιμάζεται πολύ σύντομα να αναγεννηθεί για μια ακόμη φορά στην πολύχρονη ιστορία του, μέσα από ένα νέο φιλόδοξο πρόγραμμα πλήρους ανακαίνισης. Θυμίζουμε ότι από το 1960 φιλοξενεί το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, μια κιβωτό εθνικής μνήμης και πολιτιστικής κληρονομιάς της χώρας μας και ότι η τελευταίες σημαντικές κτηριακές επεμβάσεις να χρονολογούνται από τη δεκαετία του 1950.
Μόλις πριν από λίγα εικοσιτετράωρα, αναρτήθηκε στη «Διαύγεια» η επίσημη έγκριση της μελέτης για τη συντήρηση, αποκατάσταση και εκτεταμένη αναδιαμόρφωση του εν λόγω Μεγάρου. Το έργο θα έχει στόχο όχι μόνο την προστασία του ιστορικού χαρακτήρα του κτηρίου αλλά και την προσαρμογή του στις σύγχρονες ανάγκες ενός μουσείου που υποδέχεται χιλιάδες επισκέπτες κάθε χρόνο. Η μελέτη περιλαμβάνει λεπτομερείς προβλέψεις για τη συντήρηση των δομικών υλικών και της διακόσμησης, διασφαλίζοντας ότι το Μέγαρο θα διατηρήσει την αυθεντικότητά του ενώ παράλληλα θα ενισχυθούν οι υποδομές του.
Ένα από τα βασικά στοιχεία της ανακαίνισης θα είναι η βελτίωση της εμπειρίας των επισκεπτών. Προβλέπεται η αναδιάρθρωση των ζωνών κίνησης μέσα στο κτήριο, έτσι ώστε οι επισκέπτες να μπορούν να περιηγούνται με μεγαλύτερη άνεση και ασφάλεια. Η πλήρης προσβασιμότητα αποτελεί επίσης προτεραιότητα, με στόχο να εξασφαλιστεί ότι όλα τα άτομα, ανεξαρτήτως κινητικών ικανοτήτων, θα μπορούν να απολαμβάνουν τις εκθέσεις και τις εκδηλώσεις του μουσείου.
Επιπλέον, σχεδιάζεται η δημιουργία νέων, σύγχρονων υποδομών, όπως μια αίθουσα παρουσιάσεων που θα επιτρέπει τη διοργάνωση διαλέξεων, εκπαιδευτικών προγραμμάτων και εκδηλώσεων, καθώς και ειδικοί χώροι φύλαξης των συλλογών του μουσείου. Αυτοί οι χώροι θα διαθέτουν συστήματα πλήρους ελέγχου του κλίματος, διασφαλίζοντας έτσι την προστασία και συντήρηση των πολύτιμων αντικειμένων που φιλοξενεί το μουσείο.
Η ιστορία του Μεγάρου της Παλαιάς Βουλής
Στην τοποθεσία όπου σήμερα βρίσκεται το Μέγαρο, αρχικά στεγαζόταν η οικία του Αθηναίου τραπεζίτη και πολιτικού Αλέξανδρου Κοντόσταυλου. Μετά τη μεταφορά της πρωτεύουσας από το Ναύπλιο στην Αθήνα το 1833, ο νεαρός βασιλιάς Όθωνας επέλεξε το οικοδόμημα ως προσωρινή κατοικία του, κατά τη διάρκεια της κατασκευής των νέων Ανακτόρων, που σήμερα φιλοξενούν τη Βουλή των Ελλήνων. Το 1835, προστέθηκε στο κτήριο μια μεγάλη αίθουσα χορού και συμποσίων, η οποία σύντομα θα αποκτούσε ιδιαίτερη σημασία για την ιστορία του έθνους. Μετά την Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, η οποία ανάγκασε τον Όθωνα να παραχωρήσει Σύνταγμα και να αναγνωρίσει την ανάγκη για αντιπροσωπευτική διακυβέρνηση, η Εθνική Αντιπροσωπεία συνεδρίασε σε αυτό το κτήριο. Ωστόσο, τον Οκτώβριο του 1854, μια καταστροφική πυρκαγιά το μετέτρεψε σε ερείπια.
Η κατασκευή του νέου κτηρίου ξεκίνησε τον Αύγουστο του 1858, με πρωτοβουλία της Βασίλισσας Αμαλίας, σε σχέδια του Γάλλου αρχιτέκτονα François Boulanger. Παρόλο που οι εργασίες διακόπηκαν σύντομα λόγω έλλειψης οικονομικών πόρων, επανεκκίνησαν το 1863, μετά την εκθρόνιση του Όθωνα. Τα σχέδια τροποποιήθηκαν από τον Έλληνα αρχιτέκτονα Παναγιώτη Κάλκο, και η κατασκευή ολοκληρώθηκε τελικά το 1871. Οι εργασίες για την κατασκευή των εδράνων της αίθουσας συνεδριάσεων ανατέθηκαν στον ξυλουργό Σακελλαρίου, προσδίδοντας στο κτίριο μια αίσθηση ποιότητας και λεπτομέρειας. Κατά τη διάρκεια της κατασκευής του Μεγάρου, το Κοινοβούλιο στεγαζόταν προσωρινά σε ένα λιτό κτίσμα από τούβλα που κατασκευάστηκε το 1863 στο πίσω μέρος της πλατείας Κολοκοτρώνη. Αυτό το κτίσμα, γνωστό ως… «Η Παράγκα», αποτέλεσε το προσωρινό «σπίτι» της εθνικής αντιπροσωπείας.
Το νέο Μέγαρο της Παλαιάς Βουλής φιλοξένησε το Ελληνικό Κοινοβούλιο από το 1875 έως το 1935, όταν αυτό μεταφέρθηκε στον σημερινό του χώρο. Κατά τη διάρκεια αυτών των ετών, αποτέλεσε το επίκεντρο σημαντικών πολιτικών εξελίξεων και γεγονότων που διαμόρφωσαν τη σύγχρονη ελληνική ιστορία. Εδώ, στις 13 Ιουνίου 1905, δολοφονήθηκε στα σκαλιά ο πρωθυπουργός Θεόδωρος Δηλιγιάννης. Επίσης, στις 25 Μαρτίου 1924, στο ίδιο κτήριο ανακηρύχθηκε η Δεύτερη Ελληνική Δημοκρατία, ένα από τα πιο σημαντικά γεγονότα της εποχής.
Μετά τη μεταφορά της Βουλής των Ελλήνων στα Παλαιά Ανάκτορα το 1935, το Μέγαρο της Παλαιάς Βουλής εγκαταλείφθηκε προσωρινά ως έδρα του Κοινοβουλίου. Στην περίοδο αυτή, η κυβέρνηση αποφάσισε να παραχωρήσει το κτήριο στην Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος (ΙΕΕΕ), με σκοπό τη δημιουργία του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου, ιδέα που είχε αρχικά προταθεί από τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Παρόλα αυτά, η Γερμανική Κατοχή που ακολούθησε ανέστειλε τα σχέδια, και το κτήριο χρησιμοποιήθηκε προσωρινά από το Υπουργείο Δικαιοσύνης. Για να διασφαλιστεί η μελλοντική χρήση ως μουσείο, εκδόθηκε ο νόμος 666 (ΦΕΚ 318/Α/25.9.43), που παραχωρούσε επίσημα το κτίριο στην ΙΕΕΕ και προέβλεπε τη χρηματοδότηση και τακτική επιχορήγηση για τη λειτουργία του μουσείου. Αν και ο νόμος αυτός θεσπίστηκε κατά τη διάρκεια της Κατοχής, διατηρήθηκε σε ισχύ μετά την Απελευθέρωση, επιβεβαιώνοντας τη δέσμευση του κράτους να διατηρήσει το κτίριο ως χώρο πολιτιστικής κληρονομιάς.
Το 1953, υπήρξε σκέψη για κατεδάφιση του Μεγάρου της Παλαιάς Βουλής, με στόχο την ανέγερση γραφείων και υπουργείων. Ωστόσο, η ΙΕΕΕ, μέσω του Διοικητικού της Συμβουλίου, κατάφερε να αποτρέψει αυτή την εξέλιξη. Με απόφαση του τότε Υπουργού Οικονομικών, Παπαγιάννη, συστάθηκε μια επιτροπή με επικεφαλής τον Αναστάσιο Ορλάνδο, Καθηγητή Βυζαντινής Αρχιτεκτονικής και Πρόεδρο της Ακαδημίας Αθηνών, για να εξετάσει τις δυνατότητες ανακαίνισης. Η επιτροπή αυτή αποφάσισε την αφαίρεση των εξωτερικών προσθηκών και την εσωτερική μετατροπή του κτηρίου σε μουσείο. Το έργο ολοκληρώθηκε το 1961, και το ανακαινισμένο μέγαρο άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό το 1962 ως το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, υπό τη διεύθυνση της ΙΕΕΕ. Σήμερα, με την επικείμενη ανακαίνιση, το Μέγαρο της Παλαιάς Βουλής ετοιμάζεται να εισέλθει σε μια νέα εποχή.