«Πάρα πολύ λυπηρό» χαρακτήρισε η Αριστοτελία Πελώνη, ειδική σύμβουλος Διεθνούς Πολιτικής και Δημόσιας Διπλωματίας του πρωθυπουργού, το γεγονός της αιφνίδιας ακύρωσης της προγραμματισμένης συνάντησης του έλληνα πρωθυπουργού με τον βρετανό ομόλογό του, με υπαιτιότητα του πρωθυπουργού Ρίσι Σούνακ «στο παραπέντε», όπως είπε χαρακτηριστικά στο Πρώτο Πρόγραμμα 91,6 και 105,8 και στην εκπομπή «Πρωινές Διαδρομές στο Πρώτο» με τον Βασίλη Αδαμόπουλο και την Μαρία Γεωργίου.
«Είναι λυπηρό και είναι λάθος κατά τη γνώμη μου και εμείς δεν θα δεχτούμε να σύρεται η Ελλάδα και οι ελληνο-βρετανικές σχέσεις με τους δεσμούς που είπα, στην εσωτερική πολιτική αντιπαράθεση εδώ (σ.σ. στο Ηνωμένο Βασίλειο) και νομίζω ότι είναι αντιληπτό αυτό που λέω. Ούτε αυτό είθισται και αυτό είναι λυπηρό» προσέθεσε η κ. Πελώνη, βρισκόμενη στο Λονδίνο .
Απαντώντας στο κατά πόσο μπορεί να έπαιξε ρόλο στην απόφαση αυτή του κ. Σούνακ, η συνάντηση του κ. Μητσοτάκη με τον επικεφαλής των Εργατικών, η κ. Πελώνη επισήμανε πως το πρόγραμμα του πρωθυπουργού στο Λονδίνο ήταν γνωστό και δεν υπήρξε κάποιος αιφνιδιασμός.
«Ήταν γνωστό ότι θα συναντήσει και τον ηγέτη των Βρετανών Εργατικών. Είναι αντιπολίτευση αυτή τη στιγμή, αξιωματική αντιπολίτευση, είναι επικεφαλής ενός μεγάλου κόμματος. Επίσης είθισται να γίνονται αυτές οι συναντήσεις. Δεν είναι κάτι που δεν συνηθίζεται. Ήταν μια παραγωγική συνάντηση, συζητήθηκε και αυτό το ζήτημα χωρίς να σηκωθεί κανένας από το τραπέζι, εκ του αποτελέσματος, κάθε πλευρά εξέφρασε τις απόψεις της» τόνισε.
Το πιο λυπηρό είναι, σημείωσε η κ. Πελώνη, ότι θα συζητείτο στη συνάντηση που είχε προγραμματιστεί σήμερα με τον κ. Σούνακ και η ανανέωση του Κοινού Σχεδίου Δράσης για τη Μετανάστευση Ελλάδας-Ηνωμένου Βασιλείου. «Είναι ένα σχέδιο δράσης που είχε υιοθετηθεί το 2020, θα επικαιροποιείτο, θα συζητείτο σήμερα και θα συμφωνείτο. Και το λέω αυτό, διότι η μετανάστευση είναι ένα πάρα πολύ σημαντικό θέμα που είναι νούμερο ένα θέμα αυτή τη στιγμή εδώ και προτεραιότητα και η χώρα μας ως χώρα πρώτης γραμμής, ως χώρα που έχει καταφέρει να προστατεύσει τα σύνορά της και να μειώσει τις ροές και να αντιμετωπίσει και να διαχειριστεί μια πολύ σημαντική πρόκληση με επιτυχία, έχει προφανώς να συμβάλει με την εμπειρία της αυτή και στο τι συμβαίνει με αυτό το θέμα» ανέφερε η κ. Πελώνη.
Σχετικά με την πρόταση της βρετανικής πλευράς για την πραγματοποίηση συνάντησης του κ. Μητσοτάκη με τον αναπληρωτή πρωθυπουργό της βρετανικής κυβέρνησης, η κ. Πελώνη επισήμανε «δεν στέκει αυτή η πρόταση, όπως αντιλαμβάνεστε, σε συζήτηση, ως προσφορά. Ο πρωθυπουργός είναι πρωθυπουργός. Συναντά τους ομολόγους του όταν είναι προγραμματισμένο αυτό και δεν μπορεί να ακυρώνονται τέτοιες συναντήσεις τελευταία στιγμή».
«Δεν είθισται αυτή η πρακτική, την τελευταία στιγμή, να ακυρώνονται συναντήσεις μεταξύ πρωθυπουργών χωρών, να θυμίσω, που έχουν πολύ μακρά ιστορία και δεσμούς φιλίας και συνεργασίας, χωρών που είναι σύμμαχοι στο ΝΑΤΟ, που συνομιλούν για πάρα πολλά θέματα, που αντιμετωπίζουν κοινές προκλήσεις. Είναι καθαρά ένα διπλωματικό ατόπημα. Δεν σημαίνει το ότι διαφωνούμε σε κάποια θέματα ή σε αυτό το θέμα, δεν συζητάμε. Να θυμίσω ότι συζητάμε και με χώρες που διαφωνούμε επίσης, σε ζητήματα που μας έφεραν και στα όρια θερμών επεισοδίων με τη γειτονική χώρα» τόνισε η κ. Πελώνη.
«Και θυμίζω και τη συγκυρία, όχι τυχαία. Ζούμε σε μια διεθνή συγκυρία με πάρα πολλές κρίσεις, τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή. Θα σας πω και ένα παράδειγμα από αυτή την περίοδο. Αυτή τη στιγμή συνομιλούν στη Μέση Ανατολή για την απελευθέρωση των ομήρων και έχουμε παύσεις του Ισραήλ με τη Χαμάς. Αντιλαμβάνεστε πώς φαντάζει όλο αυτό ανάμεσα σε δύο χώρες που, όπως είπα, έχουν παραδοσιακούς δεσμούς φιλίας» συμπλήρωσε.
Ερωτηθείσα, πώς ερμηνεύεται η συγκεκριμένη απόφαση του Βρετανού Πρωθυπουργού, η κ. Πελώνη δήλωσε «προφανώς υπήρξε ενόχληση από τις δηλώσεις του πρωθυπουργού την Κυριακή στο BBC».
«Θέλω να πω όμως ότι ο πρωθυπουργός δεν είπε κάτι νέο. Δηλαδή οι θέσεις της Ελλάδας για τον Παρθενώνα είναι γνωστές, έχουν εκφραστεί σε όλους τους συνομιλητές και αναφέρομαι στο Βρετανικό Μουσείο, γιατί οι συζητήσεις γίνονταν με το Βρετανικό Μουσείο. Θυμίζω ότι με πολύ αθόρυβες και συστηματικές ενέργειες πολιτιστικής διπλωματίας, η κυβέρνηση Μητσοτάκη στην προηγούμενη θητεία της κατάφερε να επαναφέρει αυτό το ζήτημα και κατά τη γνώμη μου και κάτι πολύ σημαντικό, τη ριζική μεταστροφή της κοινής γνώμης στο Ηνωμένο Βασίλειο για το θέμα αυτό» είπε χαρακτηριστικά η κ. Πελώνη.
«Η Ελλάδα λοιπόν, όπως έχει υπογραμμίσει ο πρωθυπουργός και επανέλαβε την Κυριακή, επιδιώκει τον επαναπατρισμό και την επανένωση των Γλυπτών, ώστε το μνημείο να εκτίθεται στην ολότητά του στο Μουσείο της Ακρόπολης. Η θέση αυτή είναι ξεκάθαρη, δεν είναι καινούργια. Τη γνωρίζουν όλοι. Δεν αποδέχεται την ιδιοκτησία του Βρετανικού Μουσείου. Και να πω και το εξής, επειδή υπήρξαν και πολλά δημοσιεύματα τις προηγούμενες ημέρες, ενόψει της επίσκεψης του πρωθυπουργού εδώ, η ελληνική πλευρά υπήρξε εποικοδομητική και επέδειξε καλή πίστη στις προηγούμενες συζητήσεις της με το Μουσείο, διερευνώντας μια λύση αμοιβαία επωφελή και για τις δύο πλευρές» σημείωσε η κ. Πελώνη.
Απαντώντας στο πώς θα συνεχίσει η ελληνική κυβέρνηση την εκστρατεία για την Επανένωση των Γλυπτών, η κ. Πελώνη δήλωσε «δεν είναι ένα θέμα που θεωρούμε ότι θα αποδώσει σε λίγους μήνες, το είπε και ο ίδιος ο πρωθυπουργός, έχουμε κάνει υπομονή πάρα πολλά χρόνια, μπορούμε να κάνουμε υπομονή. Ωστόσο για την Ελλάδα αυτό είναι ένα μείζον ζήτημα και γι’ αυτό το μείζον ζήτημα θα συνεχίσει να πιέζει και να το θέτει».