«Περισσότεροι από 600.000 εργαζόμενοι θα πάρουν νωρίτερα αυξήσεις από το επίδομα των τριετιών. Το ξεπάγωμα έρχεται δύο χρόνια νωρίτερα από ότι θα γινόταν με το νόμο του 2012», ανέφερε ο υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης Άδωνις Γεωργιάδης, σχετικά με την κριτική που ασκείται από την Αντιπολίτευση για το ξεπάγωμα των τριετιών που έχει κατατεθεί στο νομοσχέδιο.
Ο υπουργός, τόνισε πως «έχουμε συνετή και λελογισμένη οικονομική πολιτική, γιατί δεν παρασυρόμαστε από τον λαϊκισμό και τα εύκολα λόγια, αλλά δίνουμε αυτά που πράγματι αντέχει η οικονομία «γι’ αυτό και δίνουμε το επίδομα προϋπηρεσίας από την 1.1.2024 και όχι από την 1.1.2027». Εξήγησε πως σύμφωνα με την τροπολογία αυτή «χιλιάδες εργαζόμενοι θα αρχίσουν να βλέπουν αυξήσεις και είναι αυτοί που είχαν προσληφθεί πριν τις 14/4/2012 που ανεστάλη το επίδομα προϋπηρεσίας» και εκτίμησε πως αυτοί οι εργαζόμενοι υπολογίζεται ότι «είναι πάνω από 600.000, καθώς έχουν υπόλοιπα από τις τριετίες και οι οποίοι θα πάρουν την αύξηση αυτή την τριετία 2024- 2027».
Ο κ. Γεωργιάδης, θύμισε πως «η απόφαση για την αναστολή των τριετιών έγινε από το 2012, γιατί η ανεργία τότε εκτοξευόταν και σωστά κρίθηκε πως αυτό που προείχε ήταν η ελληνική οικονομία να ανακτήσει το έλλειμμα της ανταγωνιστικότητας που την είχε οδηγήσει στη χρεοκοπία το 2010. Και καλώς το ΠΑΣΟΚ τότε πήρε αυτή την δύσκολη απόφαση να αναστείλει την εφαρμογή του επιδόματος, μέχρι να περάσει ο δείκτης ανεργίας σε τέσσερα συνεχόμενα τρίμηνα κάτω από το 10%».
Ο υπουργός είπε πως «εάν η κυβέρνησή μας εφάρμοζε το νόμο του ΠΑΣΟΚ, θα περιμέναμε να ξημερώσει η ημέρα που η ΕΛΣΤΑΤ θα έλεγε ότι έχουμε πλέον τέσσερα συνεχόμενα τρίμηνα ανεργία κάτω από 10%», αλλά όπως ανέφερε ο κ. Γεωργιάδης, «σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της καμπύλης ανεργίας αυτό θα συμβεί περίπου σε ενάμιση με δύο χρόνια από σήμερα, χονδρικά γύρω στο 2025».
Παράλληλα, ο υπουργός εξήγησε ότι εάν άφηνε η κυβέρνηση να εφαρμοστεί η άρση της αναστολής αυτόματα χωρίς να υπάρχει πρότερος νόμος τότε «η κάθε επιχείρηση θα εφάρμοζε την αναστολή κατά το δοκούν και προφανώς οι εργατολόγοι στην Ελλάδα θα βγάζανε πολλά λεφτά, καθώς χιλιάδες θα πήγαιναν στα δικαστήρια για να διεκδικήσουν την αναδρομική εφαρμογή της αναστολής», όπως μεταδίδει το ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Σχετικά με την κριτική γιατί δεν θεσπίζεται η αναδρομική εφαρμογή των τριετιών, ο υπουργός τόνισε ότι και «ο ΣΥΡΙΖΑ λογικά δεν είχε βάλει την αναδρομικότητα στην εγκύκλιο που είχε εκδώσει και η κ. Αχτσιόγλου, γιατί αυτό θα σήμαινε ότι όλοι όσοι έχουν προσληφθεί την δεκαετή αυτή περίοδο 2012- 2024 θα πρέπει να πάρουν αυτόματη αύξηση 30% στο μισθό τους. Κάτι που δεν θα άντεχαν οι ελληνικές επιχειρήσεις, μια αύξηση 30% της μισθοδοσίας τους».
Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, είπε ο υπουργός «έχει ενσυναίσθηση και σοβαρότητα και αυτό που αποφασίσαμε είναι να πάμε στην άρση της αναστολής των τριετιών, δύο χρόνια νωρίτερα. Άρα θα δώσουμε στον κόσμο της εργασίας ταχύτερα αυτό που προβλέπει ο νόμος του ΠΑΣΟΚ. Και σε αντιστάθμισμα της νωρίτερης εφαρμογής κατά δύο έτη, ξεκαθαρίζουμε με νόμο ότι δεν υπάρχει αναδρομική εφαρμογή».
Ο υπουργός, τόνισε πως «οι κινήσεις μας είναι σταθμισμένες στα όρια που αντέχει η τσέπη μας και για αυτό μπαίνει η 1.1.2027, δεν μπαίνει για να κοροϊδέψει τους εργαζόμενους, αλλά για να προστατεύσει την ελληνική οικονομία από κινδύνους και περιπέτειες» και «θα είναι ντροπή μας εάν συνεχίσουμε να παίρνουμε αποφάσεις, χωρίς να έχουμε διδαχθεί από τα λάθη του παρελθόντος».
Ο κ. Γεωργιάδης, απέρριψε τις επικρίσεις της αντιπολίτευσης ότι η απόφαση ξεπαγώματος των τριετιών ελήφθη για τις ανάγκες του πρωθυπουργού να αλλάξει το κλίμα από τις καταστροφές, απαντώντας πως «είναι λάθος, την διάταξη αυτή την δουλεύαμε με τον πρωθυπουργό από την δεύτερη εβδομάδα ανάληψης των καθηκόντων μου και η απόφαση από τον κ. Μητσοτάκη είχε ληφθεί από τον Αύγουστο. Η απόφαση δεν ήταν με γνώμονα την πολιτική στιγμή, αλλά με γνώμονα την ανάγκη οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα να πάρουν γρηγορότερα αυξήσεις για να αντιμετωπίσουν τον μεγάλο πληθωρισμό και την ακρίβεια και παράλληλα να είναι ξεκάθαρο το πλαίσιο, ώστε να μην αφεθεί χώρος κάποιοι στα δικαστήρια να παίξουν πάνω στον πόνο των ανθρώπων».
Ο υπουργός καταλόγισε στο ΠΑΣΟΚ- ΚΙΝΑΛ ότι «αδικεί την ιστορία του, το βάρος και το κόστος που σήκωσε να έρχεται σήμερα και να κάνει μια τέτοια λαϊκίστικη κριτική που ασκεί για το ξεπάγωμα των τριετιών». Ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ Δημήτρης Μάντζος αντέτεινε ότι «η πράξη του υπουργικού συμβουλίου του 2012 που πάγωσε τις τριετίες ήταν της κυβέρνησης που συμμετείχε και το κόμμα στο οποίο και εσείς συμμετείχατε». Υπογράμμισε πως «η χώρα δεν χρεοκόπησε στο Καστελόριζο όπως ανέφερε ο κ. Γεωργιάδης αλλά επειδή το κόμμα της ΝΔ είναι αυτό που χρεοκόπησε τη χώρα το 2009, όπως το λένε όλοι οι οίκοι, οι μελέτες και έρευνες». Εμείς, είπε ο κ. Μάντζος «επειδή πληρώσαμε λάθη άλλων, δεν δεχόμαστε μαθήματα». Διευκρίνισε πως το ΠΑΣΟΚ «δεν έχει θέση θέμα αναδρομικότητας». Η δική μας κριτική είπε «είναι διπλή και αφορά. Πρώτον, ότι αφού λέμε ότι βγήκαμε από τα Μνημόνια και έχουμε επενδυτική βαθμίδα γιατί δεν αναστείλαμε το πάγωμα των τριετιών νωρίτερα, όταν το ΠΑΣΟΚ κατέθεσε την τροπολογία τον Ιανουάριο του 2020 και δεύτερον, πως γίνεται ένα έκτακτο και εξαιρετικό μέτρο που επιτέλους αίρεται τώρα κανονικοποιείται παίρνοντας επάνω σας την ευθύνη και την εξουσία ανά πάσα στιγμή να τεθεί αυτό το επίδομα και πάλι στο ψυγείο όχι εξαιτίας του 10% της ανεργίας, αλλά της κρίσης της κυβέρνησης για την οικονομία».
Ο υπουργός απάντησε ότι «η ανεργία το 2020 δεν ήταν η ίδια με αυτή του 2023. Οι αγορές εάν λαμβάναμε αυτή την απόφαση το 2020 εν μέσω πανδημίας και ανεργία 11 με 12% θα μας αντιμετώπιζαν το ίδιο με σήμερα που η ανεργία είναι κοντά στο 10% και υπάρχει αυτή η πορεία της οικονομίας και με ορίζοντα κυβέρνησης τετραετίας; Εάν το κάναμε αυτό το 2020 θα ήταν μια ανεύθυνη απόφαση γιατί δεν ήταν οι ίδιες συνθήκες. Τώρα, έχουμε δύο πλεονεκτήματα, πήραμε από έναν οίκο την επενδυτική βαθμίδα και τώρα οι αγορές συνεκτιμούν το πολιτικό ρίσκο και ξέρουν ότι έχουμε μια σταθερή κυβέρνηση».
Για το δεύτερο σημείο κριτικής ο υπουργός είπε ότι όπως έχει δηλώσει και στην πρώτη του συνέντευξη στην «Εφ.Συν» «θέλω στην θητεία μου να επιστρέψουμε στην κανονικότητα και στις συλλογικές συμβάσεις. Με μόνη διαφορά ότι εγώ δεν υποστηρίζω και δεν θα υποστηρίξω την επιστροφή στο μοντέλο των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας ο βασικός μισθός να ορίζεται από τους κοινωνικούς εταίρους. Διότι ένας από τους λόγους που η χώρα χρεοκόπησε ήταν και αυτός. Τώρα ο νόμος Βρούτση είναι διάφανος, γιατί ο βασικός μισθός δεν αυξάνεται υπό την βάση του πολιτικού συμφέροντος ενός εκάστου κόμματος ή κοινωνικού εταίρου αλλά με βάση τις πραγματικές επιδόσεις της οικονομίας. Και αυτό είναι πολύ σημαντικό, γιατί δεν πρέπει να κάνουμε ξανά λάθη του παρελθόντος που πληρώθηκαν ακριβά».