Όταν ο παγκοσμίου φήμης Γάλλος σχεδιαστής μόδας Christian Dior τον συνάντησε στη Μύκονο της δεκαετίας του ’50, του πρότεινε να συνεργαστούν και να τον πάρει να δουλέψουν μαζί στο ατελιέ του Παρισιού, εκείνος μεταξύ σοβαρού κι αστείου ρώτησε αν εκεί, στην Πόλη του Φωτός, θα έχουν… ούζο. «Δυστυχώς όχι, δεν έχουμε» του αποκρίθηκε ο σχεδιαστής. «Ε, τότε κι εγώ δεν έρχομαι» ήταν η απάντηση. Αυτός που αρνήθηκε την άκρως δελεαστική πρόταση ήταν ο Ιωσήφ Σαλάχας, ένας απλός ράφτης που χάρις όμως στο ταλέντο του, είχε φτάσει στο σημείο να ράβει ρούχα για βασιλιάδες, πρίγκιπες, επιχειρηματίες, πολιτικούς και σημαντικά ονόματα του κινηματογράφου.
Βρήκαμε στη Μύκονο τον εγγονό του, επίσης Ιωσήφ Σαλάχα, που μαζί με τον αδελφό του Νικόλα διατηρούν καταστήματα με είδη ρούχων στη Χώρα του επονομαζόμενου Νησιού των Ανέμων και μας αφηγήθηκε την απίστευτη αλλά άκρως αληθινή ιστορία του πρόγονού του.
«Ο παππούς μου είχε το παρατσούκλι “Ντιορ της Μυκόνου” και τον ήξεραν όλοι στο νησί. Καταγόταν από τη Σύρο αλλά ήταν ο πρώτος Έλληνας, καθολικός στο θρήσκευμα, που ήρθε κι έμεινε στη Μύκονο το 1933 (σ.σ. μάλιστα τιμητικά, τα οστά του, βρίσκονται στην καθολική εκκλησία της Χώρας). Είχε λάβει δίπλωμα ραπτικής από τη γνωστή σχολή Napolitano και ως βοηθό στο μαγαζί του, είχε τη νεαρή Μυκονιάτισσα Κούλα Βερώνη. Ερωτεύτηκαν, παντρεύτηκαν και έκαναν πέντε παιδιά» λέει στο Newsbeast ο κ. Ιωσήφ Σαλάχας.
Ο Joseph, όπως συνήθιζαν επίσης να τον φωνάζουν, έραβε παντελόνια και κοστούμια για τους ντόπιους αλλά και για τους πρώτους ξένους τουρίστες που είχαν αρχίσει δειλά ακόμη να επισκέπτονται τη Μύκονο τα καλοκαίρια. Μάλιστα όταν μια τουρίστρια ζήτησε να της ράψει ένα παντελόνι, ο Ιωσήφ σχεδίασε το πρώτο γυναικείο πατρόν παντελονιού στην Ελλάδα. Όσο περνούσε ο καιρός τελειοποιούσε τα σχέδιά του και έφθασε να ράβει κομψά παντελόνια για τις κοσμικές κυρίες της αθηναϊκής κοινωνίας που πήγαιναν στο νησί. Ταυτόχρονα συνέχισε να σχεδιάζει κομψά ρούχα για ευκατάστατους κυρίους και η φήμη του άρχισε να διαδίδεται από στόμα σε στόμα. Η επιχείρησή του έφθασε να απασχολεί 20 άτομα, ενώ ατού αποδείχθηκε και το γεγονός ότι γνώριζε να μιλά άπταιστα γαλλικά και αγγλικά.
Έτσι φθάνουμε στις αρχές της δεκαετίας του ’50 όπου ο Christian Dior μαζί με τον Αιγυπτιώτη συνάδελφό του Jean Dimitre Verginie Desses (Γιάννη Ντεσσέ), τον επονομαζόμενο και «βασιλιάς της μουσελίνας» έρχονται στην Ελλάδα. Επί τη ευκαιρία οι διάσημοι μόδιστροι επισκέπτονται και τη Μύκονο.
Διαμένουν στο ξενοδοχείο «Λητώ». Εκεί ο Dior παρατηρεί την άριστη εφαρμογή που έχουν τα παντελόνια που φορούσαν κάποιες πελάτισσες. Ρωτάει ποιος είναι ο δημιουργός και τον παραπέμπουν στον Ιωσήφ Σαλάχα. Ο Έλληνας συνάδελφός του πήγε στο ξενοδοχείο, γνωρίστηκε με τον διάσημο σχεδιαστή ο οποίος είχε ακόμη περισσότερα δείγματα της δουλειάς του, αλλά… απέρριψε όπως προαναφέραμε την πρόταση να μεταβεί στο Παρίσι.
Είχε γίνει όμως διάσημος ως «ο Dior της Μυκόνου» και τα αφιερώματα από τον διεθνή Τύπου διαδέχονταν το ένα το άλλο. Μέχρι και οι New York Times είχαν γράψει γι’ αυτόν. Δημιουργίες του έντυσαν μεταξύ άλλων την Μπεγκούμ, σύζυγο του Αγά Χαν Γ’ της Περσίας, ενός εκ των πλουσιότερων ανθρώπων του κόσμου εκείνη την εποχή, τον πρωθυπουργό και στρατιωτικό Στυλιανό Γονατά, τον πολιτικό και μετέπειτα πρωθυπουργό Γεώργιο Ράλλη με τη σύζυγό του Λένα, τον Τάκη Χορν, τη Μελίνα Μερκούρη, την επίσης ηθοποιό Τζιν Σίμπεργκ, την εκδότρια Ελένη Βλάχου, τον επιχειρηματία Λουκά Μπενάκη και πολλούς άλλους.
Απεβίωσε το 1977. Το εργαστήριο το άφησε στον γιο του Δημήτρη, πατέρα των σημερινών ιδιοκτητών, Ιωσήφ και Νικόλα. Ως εργαστήριο έκλεισε τη δεκαετία του ’80 καθώς τα ρούχα του εμπορίου είχαν ευρεία κατανάλωση και λίγοι πλέον επέλεγαν να ράψουν ενδύματα ατομικά. Γι’ αυτό και οι σημερινοί ιδιοκτήτες έχουν καταστήματα με ρούχα του εμπορίου.