Το «καμπανάκι» για τους άνδρες κρούει μια νέα νέα αμερικανική επιστημονική μελέτη, σύμφωνα με την οποία τα ηλεκτρονικά τσιγάρα είναι πιθανό να σχετίζονται με αυξημένη πιθανότητα στυτικής δυσλειτουργίας. Το παραδοσιακό κάπνισμα έχει -εδώ και καιρό- συσχετιστεί με τη στυτική δυσλειτουργία και τώρα η νέα έρευνα δείχνει ότι κάτι ανάλογο μπορεί να συμβαίνει και με το άτμισμα.
Οι ερευνητές της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης και της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Τζονς Χόπκινς της Βαλτιμόρης, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο αμερικανικό περιοδικό Προληπτικής Ιατρικής «American Journal of Preventive Medicine», ανέλυσαν στοιχεία για 13.711 άνδρες άνω των 20 ετών.
Σε σχέση με όσους δεν είχαν κάνει ποτέ χρήση ηλεκτρονικού τσιγάρου, οι καθημερινοί ατμιστές είχαν 2,2 φορές μεγαλύτερη πιθανότητα στυτικής δυσλειτουργίας και μεγαλύτερη κατά 2,4 φορές στις ηλικίες 20-65 ετών (σε άτομα φυσιολογικού βάρους χωρίς καρδιαγγειακές νόσους). Οι ατμιστές που ασκούνταν σωματικά είχαν μικρότερη πιθανότητα στυτικής δυσλειτουργίας.
Ηλεκτρονικό τσιγάρο: Τι τονίζουν επιστήμονες
Οι επιστήμονες επεσήμαναν ότι αφού η χρήση ηλεκτρονικού τσιγάρου φαίνεται να σχετίζεται με στυτικά προβλήματα ανεξάρτητα από την ηλικία, την ύπαρξη καρδιαγγειακής πάθησης ή άλλους παράγοντες κινδύνου για στυτική δυσλειτουργία, οι ατμιστές θα πρέπει να είναι ενημερωμένοι για την πιθανή σχέση ανάμεσα στα ηλεκτρονικά τσιγάρα και στις δυσλειτουργίες αυτού του είδους, οι οποίες εμφανίζονται περίπου στο ένα πέμπτο των ανδρών άνω των 20 ετών, σύμφωνα με το ΑΠΕ-ΜΠΕ.
«Δεδομένου ότι πολλοί άνθρωποι χρησιμοποιούν τα ηλεκτρονικά τσιγάρα ως μία μορφή μείωσης της βλάβης από το κάπνισμα ή για να βοηθηθούν να κόψουν το τσιγάρο, πρέπει να μελετήσουμε σε βάθος τη σχέση ανάμεσα στα προϊόντα ατμίσματος και στη στυτική δυσλειτουργία, καθώς και τις πιθανές επιπτώσεις τους στη σεξουαλική υγεία των ανδρών. Τα ευρήματά μας αναδεικνύουν την ανάγκη διεξαγωγής περαιτέρω ερευνών», δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής, επίκουρος καθηγητής Ομάρ Ελ Σαχάουι του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης και του Ιατρικού Κέντρου NYU Langone.
Εδώ θα δείτε τη σχετική επιστημονική δημοσίευση.