Οι διατροφικές συνήθειες των ατόμων αποτελούσαν πάντα σημείο συζητήσεων μεταξύ των επιστημόνων, ιδιαίτερα όταν αυτές είχαν αντίκτυπο και στην υγεία τους. Η ερώτηση «τι είναι αυτό που μας κάνει πολλές φορές να μην μπορούμε να σταματήσουμε να τρώμε;» απασχολεί ιδιαίτερα τόσο τους επιστήμονες, όσο και εμάς τους ίδιους.
Η πρόσληψη τροφής αποτελεί μια πολυδιάστατη διαδικασία που μερικές φορές είναι δύσκολο να ελεγχθεί. Αυτό μπορεί να οδηγήσει το άτομο να επικεντρώνεται περισσότερο στην επιλογή των τροφών, παρά στον όγκο της τροφής που καταναλώνει. Περίπου μέχρι τη δεκαετία του 1960, θεωρείτο πως πρωτογενείς ρυθμιστές της πρόσληψης τροφής αποτελούσαν φυσιολογικά σήματα (εσωτερικά ερεθίσματα): το άτομο τρώει όταν είναι πεινασμένο και σταματάει όταν είναι «γεμάτο». Ωστόσο, σύγχρονα δεδομένα ερευνών αναγνώρισαν και άλλους παράγοντες «μη φυσιολογικούς» (εξωτερικά ερεθίσματα) που μπορεί να επηρεάσουν την πρόσληψη τροφής στα άτομα.
Στα ερεθίσματα αυτά περιλαμβάνονται παράγοντες πολιτιστικοί (ήθη και έθιμα των κρατών), οι διάφορες κοινωνικές επιρροές που δέχεται το άτομο καθημερινά, οι επιδράσεις της βιομηχανίας τροφίμων μέσω κυρίως των διαφημίσεων, που συμβάλλουν συχνά στην υπερκατανάλωση τροφών. Ακόμη, η σύσταση των τροφών, η οσμή τους, το μέγεθος της μερίδας, ιδιαίτερα εκείνων που είναι πλούσια σε λίπος και ζάχαρη, αποτελεί σημαντικό εξωτερικό ερέθισμα κατανάλωσης τροφής.
Η συναισθηματική κατάσταση στην οποία βρίσκεται ένα άτομο, φαίνεται να παίζει σημαντικό ρόλο στην πρόσληψη τροφής και στο πότε είναι σε θέση κάποιος να σταματήσει. Η κατανάλωση τροφών μπορεί επίσης να επηρεάζεται και από άλλες ενδείξεις ή και πρότυπα στο περιβάλλον. Το μέγεθος της συσκευασίας, η ποικιλία, το μέγεθος του σκεύους (το πιάτο στο οποίο σερβίρεται), ή ακόμη και η παρουσία άλλων ατόμων που προτείνουν ένα πρότυπο κατανάλωσης που επηρεάζει την ποσότητα του ποτού ή του φαγητού που θα καταναλωθεί.
Εκτός όμως από τα εξωτερικά ερεθίσματα που ωθούν κάποιον να καταναλώσει φαγητό, υπάρχουν και εσωτερικά ερεθίσματα. Αυτά αναφέρονται συνήθως σε παράγοντες που προήλθαν από το εσωτερικό του σώματος (το στομάχι) και έχει να κάνει κυρίως με την πείνα που αισθάνεται το άτομο. Ακόμη, εσωτερικά ερεθίσματα όπως το φύλο και η διατροφική κατάσταση του ατόμου, φαίνεται να διαδραματίζουν κάποιο ρόλο ως προς την κατανάλωση συγκεκριμένων τροφών.
Ωστόσο, σημαντικό ρόλο ως εσωτερικό ερέθισμα το οποίο ωθεί στην κατανάλωση τροφής και στο πότε μπορεί κάποιος να σταματήσει να τρώει, φαίνεται να παίζουν δύο ορμόνες, η λεπτίνη και η γρελίνη, οι οποίες έχει αναγνωριστεί ότι έχουν σημαντική επίδραση στην ενεργειακή ισορροπία. Η λεπτίνη αποτελεί ένα μεσολαβητή της μακροχρόνιας ρύθμισης της ενεργειακής ισορροπίας, καταστέλλοντας την πρόσληψη τροφής (κόβει την όρεξη), ενώ η γρελίνη είναι μια ταχείας δράσης ορμόνη, που φαίνεται να διαδραματίσει κάποιο ρόλο στην έναρξη του γεύματος (ανοίγει την όρεξη).
Όταν λοιπόν, ένα άτομο καταναλώσει αρκετή τροφή, τα λιπώδη κύτταρα του σώματός του εκκρίνουν λεπτίνη, η οποία καταστέλλει την όρεξη, δίνοντας σήμα έτσι στον εγκέφαλο ότι θα πρέπει να σταματήσουμε να τρώμε. Θεωρήθηκε πως τα παχύσαρκα άτομα έχουν έλλειψη λεπτίνης, ωστόσο έρευνες έδειξαν πως τα άτομα αυτά διαθέτουν μεγάλες ποσότητες λεπτίνης. Φαίνεται όμως πως τα άτομα αυτά παρουσιάζουν ανοχή στην λεπτίνη. Αυτό σημαίνει ότι ο εγκέφαλος των ατόμων αυτών δεν είναι σε θέση να λάβει το μήνυμα ότι έχει εκκριθεί ποσότητα λεπτίνης από τον οργανισμό τους και έτσι να δώσει την εντολή παύσης της κατανάλωσης τροφής (ενεργοποίηση του αισθήματος κορεσμού της πείνας).
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα αφενός το άτομο να θέλει να καταναλώσει τρόφιμα πλούσια σε θερμίδες, όπως είναι αυτά που είναι πλούσια σε λίπος και ζάχαρη, αφετέρου δε ο οργανισμός του να «συγκρατεί» ενέργεια, καταστέλλοντας την επιθυμία για κίνηση (φυσική δραστηριότητα).
Η ανοχή στη λεπτίνη, εντείνει την όρεξη για φαγητό καθώς δεν καταστέλλεται το αίσθημα ικανοποίησης και ευφορίας, που οφείλεται στη ντοπαμίνη που εκκρίνεται, που νιώθει το άτομο τρώγοντας. Για το λόγο αυτό, πολλά από τα υπέρβαρα, παχύσαρκα και όχι μόνο άτομα, δυσκολεύονται να περιορίσουν την ποσότητα του φαγητού που καταναλώνουν, αλλά και να σταματήσουν γενικότερα να τρώνε.
Πηγή: mednutrition.gr