Μια σειρά από γενετικούς παράγοντες μπορεί να επιταχύνουν τη μετατροπή ενός εφήβου από περιστασιακό σε μανιώδη καπνιστή στην υπόλοιπη ζωή του, όπως ανακάλυψε μια νέα διεθνής επιστημονική έρευνα.
Οι αμερικανοί, βρετανοί και νεοζηλανδοί ερευνητές, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο αμερικανικό περιοδικό ψυχιατρικής «JAMA Psychiatry», ερεύνησαν τις έως τώρα μελέτες πάνω στο ζήτημα, ώστε να συνθέσουν ένα προφίλ γενετικού κινδύνου, που προδιαθέτει κάποιον να γίνει κανείς βαρύς καπνιστής. Στη συνέχεια, έλεγξαν την αξιοπιστία αυτού του προφίλ σε μια ομάδα 1.000 ατόμων για μια περίοδο που ξεκινούσε από τη γέννηση και έφθανε έως την ηλικία των 38 ετών.
Η μελέτη διαπίστωσε ότι όσοι ανήκαν στην ομάδα υψηλού γενετικού κινδύνου, ήταν πιθανότερο ως έφηβοι να καπνίζουν καθημερινά και, στη συνέχεια, ως ενήλικοι να καπνίζουν πολύ (πάνω από ένα πακέτο τη μέρα). Στην ηλικία των 38 ετών, οι άνθρωποι με τους περισσότερους γενετικούς παράγοντες κινδύνου είχαν ήδη υπάρξει μανιώδεις καπνιστές για περισσότερα χρόνια, είχαν αναπτύξει μεγαλύτερη εξάρτηση από τη νικοτίνη και είχαν αποτύχει περισσότερες φορές να κόψουν το κάπνισμα, σε σχέση με όσους δεν είχαν ανάλογα γονίδια, αναφέρει δημοσίευμα του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων.
Αναλυτικότερα, οι έφηβοι με προφίλ μεγάλου γενετικού κινδύνου, που δοκιμάζουν το τσιγάρο, έχουν αυξημένη πιθανότητα κατά 24% να γίνουν καθημερινοί καπνιστές έως την ηλικία των 15 ετών και 43% μεγαλύτερη πιθανότητα να καπνίζουν ένα πακέτο τη μέρα έως την ηλικία των 18 ετών.
Ως ενήλικοι πια, τα άτομα με γενετικό προφίλ υψηλού κινδύνου έχουν 27% μεγαλύτερη πιθανότητα να εξαρτηθούν από τη νικοτίνη και 22% μεγαλύτερη πιθανότητα να αποτύχουν στις προσπάθειές τους να κόψουν το κάπνισμα. Έως την ηλικία των 38 ετών, ο άνθρωπος με γενετικούς παράγοντες κινδύνου έχει καπνίσει περίπου 7.300 περισσότερα τσιγάρα σε σχέση με τον μέσο καπνιστή.
«Οι έφηβοι που έχουν υψηλό γενετικό κίνδυνο, γρήγορα προχώρησαν από το να δοκιμάσουν απλώς μερικά τσιγάρα, στο να γίνουν τακτικοί βαρείς καπνιστές», δήλωσε ο ερευνητής Ντάνιελ Μπέλσκι του πανεπιστημίου Ντιουκ. Όπως είπε, το προφίλ γενετικού κινδύνου ενός νέου δεν μπορεί μεν να προβλέψει κατά πόσο αυτός θα δοκιμάσει να καπνίσει στην εφηβεία του, αν όμως όντως δοκιμάσει, τότε έχει αυξημένες πιθανότητες να «κολλήσει» στο τσιγάρο.
Οι «ένοχοι» γενετικοί παράγοντες αφορούν κυρίως γονίδια που επηρεάζουν τον τρόπο που ο εγκέφαλος αντιδρά στη νικοτίνη (γίνεται λιγότερο ή περισσότερο ευαίσθητος, άρα και εξαρτημένος) και πώς στη συνέχεια ο οργανισμός μεταβολίζει τη συγκεκριμένη ουσία.
Είναι αξιοσημείωτο ότι όσοι καπνίζουν απλώς ένα ή δύο τσιγάρα μέσα στην ημέρα ή μόνο τα σαββατοκύριακα, έχουν μικρότερο γενετικό κίνδυνο ακόμα και από όσους δεν καπνίζουν καθόλου (πράγμα που σημαίνει ότι γενετικά ο οργανισμός τους «αντέχει» τη δοκιμή του τσιγάρου και έτσι δεν «κυλάνε» εύκολα σε συχνό κάπνισμα).
Οι ερευνητές επεσήμαναν ότι ιδιαίτερα η εφηβεία αποτελεί περίοδο μεγάλου κινδύνου για εξάρτηση του νεανικού εγκεφάλου από τη νικοτίνη, κάτι που εντείνεται όταν συνυπάρχουν οι σχετικοί παράγοντες γενετικού κινδύνου.