Ένα οστεοπορωτικό κάταγμα κάθε 3 δευτερόλεπτα καταγράφεται παγκοσμίως, ενώ η πιθανότητα να ακολουθήσει και δεύτερο κάταγμα μέσα σε έναν χρόνο από το πρώτο, ανέρχεται στο 20%. Ο κίνδυνος, μάλιστα, είναι ακόμη πιο αυξημένος στις γυναίκες μετά τα 50. Σύμφωνα με τη στατιστική, 1 στις 3 γυναίκες και 1 στους 5 άνδρες μέσης ηλικίας και άνω δεν θα γλιτώσουν, τελικά, κάποιο οστεοπορωτικό κάταγμα.
Αιτία, φυσικά, για τα συγκεκριμένα κατάγματα, η οστεοπόρωση, η οποία ορίζεται ως μείωση της πυκνότητας και της ποιότητας του οστού. Αποτέλεσμα; Η μείωση της οστικής αντοχής του, που οδηγεί σε κατάγματα ευθραυστότητας, δηλαδή στη δημιουργία καταγμάτων χωρίς να προηγηθεί σοβαρός τραυματισμός.
Τα συχνότερα κατάγματα που σχετίζονται με την οστεοπόρωση είναι εκείνα της σπονδυλικής στήλης, του ισχίου και του αντιβραχίου. Η συχνότητα τους αυξάνεται με την ηλικία, (κυρίως εκείνα της σπονδυλικής στήλης και του ισχίου), ενώ σε όλες τις ηλικίες έχουν δυσμενή επακόλουθα. Τα κατάγματα της σπονδυλικής στήλης συνοδεύονται από απώλεια ύψους, πόνο στην πλάτη, παραμόρφωση (κύφωση), προβλήματα στο αναπνευστικό κ.α. Τα κατάγματα του ισχίου συχνά απαιτούν επέμβαση και μπορούν να οδηγήσουν σε απώλεια της ανεξαρτησίας κινήσεων ή θάνατο, κυρίως στους άνδρες.
Οι παράγοντες κινδύνου
Οι αμετάβλητοι παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση οστεοπόρωσης είναι η ηλικία, το φύλο, προηγούμενο κάταγμα ή ιστορικό καταγμάτων στην οικογένεια, θεραπεία με κορτικοειδή, πρώιμη εμμηνόπαυση, υστερεκτομή, υπογοναδισμός στους άνδρες, ρευματοειδής αρθρίτιδα κ.α. Οι δυνητικά τροποποιήσιμοι παράγοντες κινδύνου περιλαμβάνουν το αλκοόλ, το κάπνισμα, την κακή διατροφή, την έλλειψη βιταμίνης D, την ελλιπή σωματική άσκηση, τη χαμηλή πρόσληψη ασβεστίου και τις συχνές πτώσεις.
Η διάγνωση της οστεοπόρωσης τίθεται, συνήθως, με τη μέθοδο DXA, η οποία διενεργείται κυρίως σε γυναίκες ηλικίας άνω των 65 ετών και άνδρες άνω των 70 ετών. Μια μέτρηση μπορεί να είναι-δείχνει: 1. Φυσιολογική, 2. Ελαττωμένη οστική πυκνότητα (Οστεοπενία), 3. Οστεοπόρωση και 4. Εγκατεστημένη Οστεοπόρωση. Θεραπεία χορηγείται στις περιπτώσεις 3 και 4. Όταν έχουμε οστεοπενία ο/η ασθενής θα λάβει θεραπεία όταν ο κίνδυνος κατάγματος είναι αυξημένος.
Η θεραπεία
Τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται για τη θεραπευτική αντιμετώπιση της οστεοπόρωσης διαιρούνται σε αντιοστεοαπορροφητικά και σε αναβολικά. Τα αντιοστεοαπορροφητικά εμποδίζουν την απορρόφηση του οστού και ενισχύουν το ήδη υπάρχον, αναστέλλουν, δηλαδή, την εξασθένηση του οστού και τη μείωση της αντοχής του, ενισχύοντας τα δομικά συστατικά του, τις δοκίδες, δηλαδή την ήδη υπάρχουσα ύφανση του οστού.
Τα αναβολικά κάνουν νέο και δυνατό οστό, δημιουργούν νέες δοκίδες, μπορούν να ξαναενώνουν τις σπασμένες και να δημιουργούν οστά με πυκνή ύφανση που δε σπάνε εύκολα. Με κάθε θεραπεία θα πρέπει να συνχορηγούνται και συμπληρώματα ασβεστίου και βιταμίνης D, ενώ υπάρχουν και αντιοστεοαπορροφητικά που έχουν και βιταμίνη D (δύο σε ένα).
Η οστεοπόρωση μπορεί να προληφθεί με τη σωστή διατροφή από τη παιδική και εφηβική ηλικία, με τροφές πλούσιες σε ασβέστιο και βιταμίνη D, με την άσκηση και την αποφυγή των τροποποιήσιμων παραγόντων κινδύνου.
Πηγή: healthpress.gr