Είναι αυτό που λέμε πρωινός τύπος και φωλιάζει σε μέρη που έχουν έστω και λίγο νερό. Το γνωστό, πλέον, κουνούπι τίγρης (Aedes albopictus) που ήρθε από την Ασία και μοιάζει να έχει εγκατασταθεί στην Ελλάδα, μας έφαγε φέτος το καλοκαίρι και όπως όλα δείχνουν δεν σκέφτεται να μας εγκαταλείψει συντόμως.
Γράφει η Μαργαρίτα Τζαγκαράκη
Κάθε καλοκαίρι αγανακτούμε με τα κουνούπια που αφήνουν τα σημάδια τους στο σώμα μας. Τι κι αν αλειφόμαστε με εντομοαπωθητικά και λοσιόν, τι κι αν εξοπλιζόμαστε με «φιδάκια» και αντικουνουπικές συσκευές, τίποτα δεν δείχνει να κρατάει μακριά μας τους εκνευριστικούς επισκέπτες.
Φέτος ειδικά ο πρωινός «μπελάς» που ακούει στο όνομα «τίγρης» αύξησε επικίνδυνα τον πληθυσμό του, όπως μας εξηγεί ο Δρ. Αντώνης Μιχαηλάκης, γεωπόνος-εντομολόγος, ερευνητής στο Μπενάκειο Φυτοπαθολογικό Ινστιτούτο και όσο η θερμοκρασία δεν πέφτει δεν προβλέπεται να ηρεμήσουμε από την παρουσία του.
– Τα τελευταία χρόνια μας τρώνε περισσότερο τα κουνούπια;
«Όταν είναι μεγαλύτερος ο πληθυσμός είναι και μεγαλύτερη η ενόχληση. Ειδικά ο “τίγρης” είναι ένα νέο είδος στη χώρα μας. Στην Ελλάδα δεν είχαμε ένα πρωινό κουνούπι. Είχαμε τα βραδινά κουνούπια, όμως επειδή το βράδυ είναι μειωμένη η δραστηριότητα του ανθρώπου, είναι στο σπίτι, κοιμάται, λίγο τα κλειστά παράθυρα ή οι σίτες, είμαστε εκπαιδευμένοι και προφυλασσόμαστε όσο μπορούμε. Το ημερήσιο κουνούπι, είναι μεγαλύτερη ενόχληση γιατί ο άνθρωπος είτε κάθεται στο μπαλκόνι, είτε είναι στο κήπο οπότε αντιλαμβάνεται το κουνούπι. Χρόνο με το χρόνο ο “τίγρης” αυξάνει τον πληθυσμό του. Όσο περνάνε τα χρόνια προσαρμόζεται κι αυτό καλύτερα και αυξάνονται οι πληθυσμοί του.
Θα πρέπει όμως να πούμε ότι ο “τίγρης” δεν εμπλέκεται σε καμία περίπτωση με το Δυτικό Νείλο. Τις ασθένειες που μεταδίδει δεν τις έχουμε στην Ελλάδα παρόλα αυτά παίρνουμε τα μέτρα μας για να μην έχουμε προβλήματα. Δεν έχουμε άλλο δραστήριο κουνούπι την ημέρα. Πρώτη φορά καταγράφηκε το 2003-2004 στην Κέρκυρα και το 2008 στην Αθήνα, στη Ριζούπολη. Από το 2008 μέχρι σήμερα έχει πάει σε όλη την Αττική και έχει προχωρήσει σε όλη την Ελλάδα».
– Υπάρχουν οι λεγόμενοι γλυκοαίματοι;
«Το κουνούπι έχει μία τάση να επιλέγει. Τα σκούρα ρούχα πάντα ευνοούν γιατί έτσι κρύβεται. Πολύ συχνά ακούμε τις γυναίκες να γκρινιάζουν για τα κουνούπια, στατιστικά η γυναίκα έχει μεγαλύτερη επιφάνεια εκτεθειμένη από ότι ένας άντρας. Είναι και πιο μαλακό το δέρμα, όπως και στα μωρά».
– Μπορούμε να προφυλαχθούμε με ό,τι υπάρχει στο εμπόριο;
«Με το εμπόριο υπάρχει το εξής θέμα στην Ελλάδα. Όλα αυτά που λέμε ως εντομοαπωθητικά είναι λεγόμενα βιοκτόνα. Ανήκουν στην “ομπρέλα” στων φυτοφαρμάκων. Την άδειά τους την δίνει μόνο το υπουργείο Ανάπτυξης και Τροφίμων. Κάθε φορά που αγοράζουμε ένα προϊόν πρέπει να αναζητήσουμε πάνω σε αυτό το προϊόν να γράφει έναν αριθμό έγκρισης ΥπΑΑΤ. Τα περισσότερα που αγοράζουμε από το φαρμακείο δεν τον έχουν. Συγκεκριμένα σημαίνει ότι έχει περάσει την αξιολόγηση τόσο και σε επίπεδο αποτελεσματικότητας όσο και σε επίπεδο το τι μπορεί να πάθει το δέρμα μας τοξικολογικά όταν το βάλετε πάνω του. Πολύς κόσμος αυτό δεν το γνωρίζει».
– Τι συμβαίνει με τον ιό του Δυτικού Νείλου; Βρίσκεται σε έξαρση;
«Εντομολογικά δεν βλέπουμε κάτι διαφορετικό από πέρυσι. Οι φορείς που μεταφέρουν αυτόν τον ιό, ξέρουμε ότι είναι ένας ιός που κινείται μεταξύ πτηνών και κουνουπιών και τυχαία πάει στον άνθρωπο. Το καλό είναι ότι ο άνθρωπος δεν μεταδίδει από εκεί και πέρα.
Όταν βρούμε ένα κρούσμα σε έναν άνθρωπο, εκείνος δεν θα μεταδώσει στην γειτονιά του το πρόβλημα θα σταματήσει σε αυτό. Τώρα το πού το κόλλησε είναι μία άλλη ιστορία. Όσον αφορά τον αριθμό των κουνουπιών δεν έχουμε δει μεγάλη διαφορά στο είδος αυτό που μεταδίδει. Οπότε δεν μπορούμε να πούμε ότι είδαμε κάτι που μας χτύπησε καμπανάκι».
– Δεν έχουν καταγραφεί δηλαδή περισσότεροι θάνατοι από τον υιό του Δυτικού Νείλου σε σχέση με πέρυσι;
«Είναι περισσότεροι αλλά δεν μπορώ να το αποδώσω εντομολογικά. Κοιτάτε οι ευαίσθητες ομάδες είναι πάντα ευαίσθητες. Εμείς και να κολλήσουμε μπορεί να μην το πάρουμε χαμπάρι, μπορεί να το έχουμε περάσει και να μην το ξέρουμε. Δεν υπάρχει θέμα πανικού. Πρέπει οι δήμοι και οι περιφέρειες να κάνουν τη δουλειά τους όσον αφορά την καταπολέμηση των κουνουπιών αλλά και ο ίδιος ο πολίτης να κρατήσει καθαρό του χώρο του από νερά. Οι βροχές στην Αττική επιδείνωσαν φέτος την κατάσταση αλλά στις περιοχές που μελετάμε δεν είδαμε κάποια ιδιαίτερη αύξηση σε σχέση με άλλες χρονιές.
Του τίγρη είδαμε. Δεν μπορούσες να κάτσεις έξω Ιούλιο μήνα. Τώρα τρομάζουμε τι θα συμβεί τον Σεπτέμβριο άμα για παράδειγμα βρέξει δύο μέρες. Όσο πέφτει η θερμοκρασία θα ηρεμούμε αλλά η θερμοκρασία δεν πέφτει. Είναι τροπικό έντομο η βροχή με την ζέστη είναι το ιδανικό κλίμα για να αυξήσει τον πληθυσμό του».
Τι είναι ο «τίγρης»
Το ασιατικό κουνούπι τίγρης (Aedes albopictus) είναι ένα κανονικό σε μέγεθος κουνούπι, με μήκος σώματος παρόμοιο με εκείνο του κοινού κουνουπιού Culex pipiens (5-6 mm). Όμως, το σώμα του είναι μαύρου χρώματος με λευκές περιοχές στον θώρακα, την κοιλιά και τα πόδια, για αυτό άλλωστε και ονομάστηκε κουνούπι τίγρης. Τα θηλυκά είναι επιθετικά και είναι αυτά που τσιμπούν συνήθως κατά τη διάρκεια της ημέρας, με το μέγιστο της δραστηριότητάς τους να παρατηρείται νωρίς το πρωί (06:00 με 08:00) και αργά το απόγευμα (16:00 με 18:00). Προτιμούν να τσιμπούν στους εξωτερικούς χώρους, στις περιοχές των αστραγάλων και των γονάτων.
Εκτός από τον άνθρωπο, τσιμπούν με ευκολία και άλλα θηλαστικά, ενώ περιστασιακά μπορούν να τραφούν και με αίμα πτηνών. Μετά από κάθε γεύμα αίματος, και αφού ωριμάσουν τα αυγά τους (χρειάζονται 2-3 ημέρες), τα θηλυκά αναζητούν κατάλληλες εστίες ανάπτυξης των προνυμφών τους. Τα αυγά συνήθως προσκολλώνται στα τοιχώματα των εστιών νερού και αντέχουν στην ξηρασία για αρκετούς μήνες. Οι προνύμφες, στη συνέχεια, αναπτύσσονται σε μικρές φυσικές ή τεχνητές συλλογές νερού: Σε κοιλότητες δένδρων ή βράχων, μικρά δοχεία που συγκρατούν νερό, βάζα, βαρέλια, παλιά ελαστικά αυτοκινήτων, πιατάκια γλαστρών, στέρνες, κουβάδες, βαρέλια, φρεάτια κ.ά. Αγαπούν τις θερμοκρασίες ανάμεσα στους 20-30 βαθμούς, γι’ αυτό και στην Ελλάδα δεν εντοπίζονται το καλοκαίρι. Τα θηλυκά, τα οποία και μας τσιμπούν, ζουν 4 με 8 εβδομάδες στο εργαστήριο, αλλά μπορεί να επιβιώσουν έως και έξι μήνες.