Ερευνητές στο Λος Άντζελες, με επικεφαλής τον δρα Σουμίτ Τσαγκ του Καρδιολογικού Ινστιτούτου Cedars-Sina, ανέλυσαν 4.557 περιστατικά αιφνίδιας καρδιακής ανακοπής σε ανθρώπους άνω των 18 ετών, στη διάρκεια μιας περιόδου 13 ετών.
Από τις μελέτες διαπιστώθηκε ότι υπάρχει πιθανότητα, μικρή μεν αλλά υπαρκτή, να πάθει κανείς αιφνίδια ανακοπή ή να πεθάνει από αιφνίδιο καρδιακό θάνατο λόγω του σεξ.
Αυτά είναι τα βασικά συμπεράσματα από μια νέα μελέτη που παρουσίασαν Αμερικανοί επιστήμονες σε καρδιολογικό συνέδριο στις ΗΠΑ. Η έρευνα -η πρώτη του είδους της όσον αφορά τη σχέση σεξ-ανακοπής- επιβεβαιώνει ότι είναι πράγματι δυνατό να σταματήσει να χτυπά ξαφνικά η καρδιά (ιδίως ενός άνδρα) την ώρα του σεξ, αλλά κάτι τέτοιο είναι σπάνιο.
Διαπιστώθηκε ότι τα 34 (0,7%) είχαν συμβεί στη διάρκεια του σεξ ή έως μία ώρα μετά από αυτό και, εξ αυτών, σχεδόν όλα (τα 32) αφορούσαν άνδρες. Μεταξύ των ανδρών, σχεδόν ένα στα 100 περιστατικά αιφνίδιου καρδιακού θανάτου σχετιζόταν με το σεξ, ενώ μεταξύ των γυναικών η αναλογία δεν ήταν ούτε μία στις χίλιες.
Σύμφωνα με τη μελέτη, η πιθανότητα ανακοπής είναι μεγαλύτερη σε έναν μεσήλικα άνδρα γύρω στα 60, με ιστορικό καρδιαγγειακής νόσου (ιδίως καρδιακή αρρυθμία), ο οποίος παίρνει φάρμακα γι’ αυτήν όπως μετέδωσε το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων. Η χρήση αλκοόλ και διεγερτικών ουσιών πριν το σεξ αυξάνει περαιτέρω τον κίνδυνο.
Στην αιφνίδια καρδιακή ανακοπή η καρδιά σταματά ξαφνικά να χτυπά, κάτι που συνήθως συμβαίνει χωρίς προειδοποίηση, λόγω προβλημάτων στην ηλεκτρική λειτουργία της καρδιάς (η ανακοπή είναι διαφορετική από το έμφραγμα όπου μπλοκάρεται η ροή του αίματος στην καρδιά). Χωρίς άμεση παρέμβαση η ανακοπή μπορεί να οδηγήσει σε αιφνίδιο καρδιακό θάνατο. Ήταν γνωστό ότι το σεξ μπορεί να προκαλέσει έμφραγμα, ενώ όπως δείχνει η νέα μελέτη, υπάρχει μικρή πιθανότητα να οδηγήσει και σε θανατηφόρα ανακοπή.
Σχεδόν το 90% όσων παθαίνουν ανακοπή εκτός νοσοκομείου, πεθαίνουν, συνήθως επειδή δεν έχουν έγκαιρη καρδιοπνευμονική ανάνηψη. Κάθε λεπτό που περνά μετά την ανακοπή, χωρίς τέτοια ανάνηψη, η πιθανότητα επιβίωσης μειώνεται κατά 10% περίπου.