Ακόμα και το ελαφρύ εγκεφαλικό επεισόδιο μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές αλλά απαρατήρητες επιπτώσεις, όπως κατάθλιψη, προβλήματα όρασης και δυσκολία στη σκέψη, αναφέρει νέα έρευνα.
Τα ευρήματα που ανακοινώθηκαν στο Συνέδριο για το εγκεφαλικό επεισόδιο, στον Καναδά, υποδεικνύουν ότι χρειάζονται νέες οδηγίες για την αγωγή και τον έλεγχο των ελαφρών εγκεφαλικών επεισοδίων.
Η ερευνήτρια Annie Rochette, από το Πανεπιστήμιο του Μόντρεαλ, δήλωσε ότι δεν υπάρχει ελαφρύ εγκεφαλικό επεισόδιο. Οι συγκεκριμένοι ασθενείς αντιμετωπίζουν τεράστιες προκλήσεις στην καθημερινότητά τους.
Οι ερευνητές εξέτασαν 200 ασθενείς, 6 εβδομάδες μετά το πρώτο εγκεφαλικό επεισόδιο και ανακάλυψαν μεγαλύτερο ποσοστό αϋπνίας και κατάθλιψης. Σχεδόν το 25% των ασθενών είχε κλινική κατάθλιψη. Οι ασθενείς ανέφεραν επίσης σημαντική πτώση στην ποιότητα ζωής.
Οι ερευνητές δήλωσαν ότι η αγωγή για συμπτώματα κατάθλιψης, όπως κούραση, απώλεια όρεξης, έλλειψη συγκέντρωσης, διαταραγμένος ύπνος και σκέψεις για αυτοκτονία, θα πρέπει να αποτελεί σημαντικό μέρος της ανάρρωσης σε ασθενείς με ελαφρύ εγκεφαλικό.
Η μέση ηλικία των συμμετεχόντων ήταν τα 62 χρόνια. Περίπου το 40% εργαζόταν πριν το εγκεφαλικό επεισόδιο και ανησυχούσε σχετικά με την επιστροφή στην εργασία.
Άλλοι ασθενείς ανησυχούσαν σχετικά με τη φροντίδα της οικογένειας και αν θα μπορούσαν να οδηγήσουν. Πολλοί φοβόντουσαν για επόμενο εγκεφαλικό επεισόδιο και αισθάνονταν αβεβαιότητα για το μέλλον.
Ο Dr. Michael Hill, από το Heart and Stroke Foundation, δήλωσε ότι άνθρωποι που υπέστησαν ελαφρύ εγκεφαλικό επεισόδιο είχαν πενταπλάσιες πιθανότητες να υποστούν εγκεφαλικό επεισόδιο τα επόμενα 2 χρόνια σε σχέση με το γενικό πληθυσμό και πρόσθεσε ότι η κατάλληλη αγωγή και ρύθμιση των παραγόντων κινδύνου μπορούν να βοηθήσουν στην πρόληψη επόμενου εγκεφαλικού επεισοδίου.
Παρά τις ανησυχίες τους, λίγοι από τους ασθενείς εξετάστηκαν για προβλήματα όρασης ή νοητικών ικανοτήτων, που συχνά είναι λιγότερο εμφανή σε σχέση με προβλήματα κίνησης.
Οι ερευνητές σημειώνουν ότι σχεδόν το 25% των ασθενών αντιμετωπίζονται στα επείγοντα και δεν εξετάζονται από νευροψυχολόγους ή λογοθεραπευτές.
Η Rochette πρόσθεσε ότι συνιστάται στους ασθενείς να δουν τον οικογενειακό τους ιατρό αλλά δεν τους δίνονται άλλα μέσα ή αποκατάσταση. Όταν βρεθούν πίσω από το τιμόνι ορισμένοι φοβούνται πολύ.
Οι ερευνητές καταλήγουν ότι νέες οδηγίες θα βοηθούσαν περισσότερους ανθρώπους να λάβουν την ενδεδειγμένη φροντίδα.
Πηγή: iatronet.gr