Στοιχεία που αποκαλύπτουν τη ζοφερή πραγματικότητα για την υγεία των χρηστών ενδοφλεβίων ναρκωτικών στη χώρα μας, έφεραν στο φώς της δημοσιότητας δύο νέες έρευνες.
Όπως δείχνουν, ένας στους δύο χρήστες ενδοφλεβίων ναρκωτικών (ΧΕΝ) στη χώρα μας, μολύνονται με τον ιό της ηπατίτιδας C (HCV) μέσα στα δύο πρώτα χρόνια από την έναρξη της χρήσης. Επίσης, ένας στους δέκα μολύνονται ταυτόχρονα και από τον ιό HIV/AIDS. Μάλιστα, ανάμεσα στους μετανάστες χρήστες ενδοφλέβιων ναρκωτικών, το 95% μολύνονται από τον ιό HIV/AIDS μετά την άφιξή τους στην Ελλάδα, γεγονός που υποδηλώνει ότι οι μετανάστες ΧΕΝ δεν μεταφέρουν τον ιό από τη χώρα προέλευσής τους.
Τα ευρήματα από τις νέες έρευνες θα παρουσιαστούν στην 4η Πανελλήνια Συνάντηση «AIDS & Ηπατίτιδες: Πρόληψη, Διάγνωση, Θεραπεία», που θα πραγματοποιηθεί στην Αθήνα, στην Αίγλη Ζαππείου, από την Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου, έως το Σάββατο, 1 Οκτωβρίου 2016.
Τις 65 φθάνουν οι νέες μεταδόσεις του ιού της ηπατίτιδας C ανά 100 χρήστες ενδοφλεβίων ναρκωτικών
Η πρώτη έρευνα βασίζεται σε δεδομένα του προγράμματος «ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ» της περιόδου 2011-2012, στο πλαίσιο του οποίου εξετάστηκε η συχνότητα της HCV σε νέους χρήστες ενδοφλέβιων ναρκωτικών, στην Αθήνα. Όπως έδειξε, οι μισοί χρήστες (49,9%) μολύνονται από τον ιό ΗCV και ένα 13,9% μολύνεται από τον HCV και από τον HIV. Εκτιμάται ότι, ανά έτος, γίνονται 65 νέες μεταδόσεις του HCV ανά 100 χρήστες. Η εκτίμηση αυτή είναι πολλαπλάσια από τις αντίστοιχες που έχουν αναφερθεί σε άλλες χώρες, και υποδηλώνει, σύμφωνα με τους ερευνητές, αφενός την παρουσία πρακτικών ενδοφλέβιας χρήσης, υψηλού κινδύνου, στον πληθυσμό των χρηστών της Αθήνας, αφετέρου την αδυναμία των προγραμμάτων μείωσης της βλάβης, να περιορίσουν τη μετάδοση του HCV και HIV, εκείνη την περίοδο.
Η δεύτερη έρευνα πραγματοποιήθηκε σε δείγμα 184 χρηστών ενδοφλέβιων ναρκωτικών μη-ελληνικής υπηκοότητας, οι οποίοι διαγνώστηκαν στη Νότια Ελλάδα την περίοδο 2011-2014.
Όπως έδειξε, το 95,1% των μεταδόσεων στη συγκεκριμένη πληθυσμιακή ομάδα, συνέβησαν στην Ελλάδα (ελληνική προέλευση της HIV1-λοίμωξης) σε αντίθεση με τον τρόπο διασποράς του ιού στους μετανάστες άλλων κρατών της Δυτικής Ευρώπης.
Το προφίλ των χρηστών που μολύνθηκαν
Το πρόγραμμα «ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ» έδειξε ακόμα, ότι από τους χρήστες ενδοφλέβιων ναρκωτικών, οι άστεγοι, τα άτομα με ιστορικό φυλάκισης και οι αλλοδαποί, ήταν πιθανότερο να επιδείξουν συμπεριφορές υψηλού κινδύνου κατά την ενδοφλέβια χρήση. Αξιοσημείωτο είναι, ότι από την ομάδα των χρηστών που ελέγχθηκαν, το 75% όσων ήταν θετικοί στον ιό HIV, αγνοούσαν ότι είναι φορείς.
Πάντως, οι χρήστες που έμαθαν ότι είναι οροθετικοί στη διάρκεια του προγράμματος, επέδειξαν μεγαλύτερη μείωση των συμπεριφορών υψηλού κινδύνου (π.χ. μείωση του αριθμού των ενέσεων, αποφυγή κοινής χρήσης συριγγών, μειωμένη επαναχρησιμοποίηση ήδη ανοιγμένων συριγγών) συγκριτικά με τους θετικούς στον HIV χρήστες, οι οποίοι δεν γνώριζαν την ορολογική τους κατάσταση, γεγονός που υπογραμμίζει τη σημασία που μπορεί να έχει ο προληπτικός έλεγχος για τον HIV σε αυτές τις ομάδες, ως μέσο πρόληψης της εξάπλωσης του ιού.
Τα ευρήματα στα παιδιά προσφύγων και μεταναστών
Στην 4η Πανελλήνια Συνάντηση «AIDS & Ηπατίτιδες: Πρόληψη, Διάγνωση, Θεραπεία» θα παρουσιαστούν επίσης ερευνητικά δεδομένα που αποκαλύπτουν ότι σχεδόν τα οκτώ στα δέκα παιδιά (το 79%) μεταναστών και προσφύγων που φθάνουν στη χώρα μας, δεν παρουσιάζουν στοιχεία εμβολιαστικής κάλυψης κατά της ηπατίδας Α και Β.
Συγκεκριμένα, έρευνα στα παιδιά νεοεισερχόμενων μεταναστών και προσφύγων έδειξε, ότι μόνο το 34,3% είχαν προστατευτικό τίτλο αντισωμάτων για την ηπατίτιδα Α, που φαίνεται να οφείλεται σε φυσική νόσο και το 42,7% δεν είχαν αντισώματα για την ηπατίτιδα Β. Ωστόσο, κανένα παιδί δεν βρέθηκε να είναι χρόνιος φορέας της ηπατίτιδας Β, ενώ τα ποσοστά μόλυνσης με τον ιό της ηπατίτιδας C βρέθηκαν χαμηλά (0,3%).
Στην ημερίδα που οργανώνει η Hepatitis B and C Public Policy Association, θα ανακοινωθεί το Εθνικό Σχέδιο Αντιμετώπισης της Ηπατίτιδας, από τον γενικό γραμματέα Δημόσιας Υγείας, κ. Γ. Μπασκόζο και θα αξιολογηθούν νέα επιδημιολογικά και οικονομικά δεδομένα για την εξάλειψη της νόσου έως το 2030.