Ο ιδεοψυχαναγκασμός, ανήκει στις αγχώδεις διαταραχές και είναι μια κατάσταση που μερικές φορές μπορεί να είναι αρκετά σοβαρή και να επιμένει για χρόνια. Το άτομο που πάσχει από ιδεοψυχαναγκασμό παγιδεύεται από μια σειρά επαναληπτικών σκέψεων (ιδεοληψίες ή επιστημονικά ψυχαναγκασμοί), που αν και δίχως νόημα ακόμη και για τον ίδιο τον πάσχοντα, προκαλούν μεγάλη δυσφορία και είναι πολύ δύσκολο να ξεπεραστούν.
Πόσες φορές δεν ακούσαμε κάποιο δυσάρεστο γεγονός και κάναμε τη συνηθισμένη κίνηση να χτυπήσουμε ξύλο. Το ότι έχουμε συνηθίσει την κίνηση αυτή, δεν είναι όμως ο βασικός λόγος που την κάνουμε, ως αντίδραση σε κάτι στενόχωρο.
Αν σκεφθούμε λίγο βαθύτερα, θα προσέξουμε ότι την κίνηση αυτή την κάνουμε όταν φοβηθούμε για κάτι (για παράδειγμα κάτι δυσάρεστο που συνέβη σε κάποιον), όταν δηλαδή μία σκέψη, μας δημιουργήσει το συναίσθημα του φόβου. Αφού ‘χτυπήσουμε ξύλο’, νιώθουμε ένα συναίσθημα σαν ‘να διώξαμε το κακό μακριά μας’.
Μία συγκεκριμένη σκέψη δηλαδή μπορεί να μας δημιουργήσει φόβο, άγχος ή και δυσφορία, και μία πράξη δική μας, το ότι ‘χτυπήσαμε ξύλο’ μπορεί να μας διώξει το άγχος, παρότι με τη λογική μας καταλαβαίνουμε ότι η κακή τύχη δεν ξορκίζεται χτυπώντας οποιοδήποτε υλικό, ξύλο ή μέταλλο, πιο συγκεκριμένα δεν την ελέγχουμε ούτε την επηρεάζουμε καθόλου.
Είναι όμως εντυπωσιακό αυτό που φαίνεται σε μία τέτοια δοξασία, η οποία μαθαίνεται από γενιά σε γενιά επί αιώνες. Μία συμβολική μας κίνηση του χεριού, μπορεί να ανακουφίσει το συναίσθημα μας, του φόβου στην προκειμένη περίπτωση, που νιώσαμε από κάποια σκέψη που κάναμε. Παρόμοια η κινησιολογία του καπνίσματος και του φαγητού λειτουργούν έντονα αγχολυτικά σε πολλούς ανθρώπους, οι οποίοι για τον λόγο αυτό κυρίως, δυσκολεύονται να τα περιορίσουν.
Όταν τέτοιου είδους σκέψεις, ιδέες, παρορμήσεις ή εικόνες μας έρχονται συχνότερα και επίμονα στο μυαλό, προκαλώντας μας έντονο άγχος και δυσφορία, επιστημονικά τις αποκαλούμε ψυχαναγκασμούς. Το αν οι ψυχαναγκασμοί απαιτούν τη βοήθεια ειδικού εξαρτάται από ορισμένους παράγοντες. Το παράδειγμα που αναφέραμε της κίνησης χτύπα ξύλο είναι ένας πολύ φυσιολογικός ψυχαναγκασμός που συμβαίνει στους περισσότερους ανθρώπους.
Ποιοι είναι οι λόγοι που προκαλούν τους ψυχαναγκασμούς;
Πρόκειται για έναν σημαντικό μηχανισμό, έμφυτο στο ανθρώπινο μυαλό, ο οποίος μας βοηθάει να ‘εκτονώνουμε’ το άγχος, μεταθέτοντάς το από άγχος για την πραγματική αιτία που μας το προκαλεί, σε άγχος για κάποιο άλλο, ακόμα και εντελώς άσχετο θέμα ή αντικείμενο. Έτσι για παράδειγμα, το άγχος μας για τα οικονομικά της οικογένειας μπορεί να εκδηλώνεται σε μια συνεχή ανησυχία αν κλειδώσαμε την πόρτα φεύγοντας από το σπίτι ή αν κλείσαμε τον θερμοσίφωνα. Όσο εντυπωσιακό και αν ακούγεται, ο μηχανισμός αυτός υπάρχει και λειτουργεί σε όλους τους ανθρώπους.
Με αυτό τον τρόπο το άγχος για κάποιο θέμα το οποίο δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε άμεσα, ‘μεταφέρεται’ σε κάποιο αντικείμενο για το οποίο μπορούμε να κάνουμε κάτι, ή τουλάχιστον έτσι νιώθουμε και νομίζουμε, ανακουφίζοντας κάπως το άγχος. Αυτή την πράξη μας, την ονομάζουμε Καταναγκασμό. Μία σκέψη λοιπόν ανησυχίας, το αν κλειδώσαμε (ψυχαναγκασμός) συχνά οδηγεί, όχι απαραίτητα πάντοτε, σε μία άλλη σκέψη ή πράξη (καταναγκασμός) το να ελέγξουμε αν κλειδώσαμε π.χ. η οποία έχει σκοπό να ανακουφίσει το άγχος και τη δυσφορία που προκάλεσε ο ψυχαναγκασμός.
Βεβαίως, το παραπάνω παράδειγμα που αναφέραμε είναι πολύ συχνό και φυσιολογικό και δεν μπορούμε να το χαρακτηρίσουμε παθολογικό, εκτός αν συμβαίνει πολύ συχνά και επίμονα σε σημείο που να μας κουράζει, και προκαλεί δυσφορία, καθώς και αν αδυνατούμε να το περιορίσουμε και να το ελέγξουμε.
Πότε αναφερόμαστε σε ιδεοψυχαναγκασμούς οι οποίοι απαιτούν τη βοήθεια του ειδικού για να αντιμετωπιστούν;
Οι πιο κοινοί ψυχαναγκασμοί είναι επαναλαμβανόμενες σκέψεις μόλυνσης (π.χ μήπως το άτομο μολυνθεί κάνοντας χειραψία), αμφιβολίας (αν κλείδωσε την πόρτα), τάξης και τακτοποίησης (π.χ το άτομο νιώθει δυσφορία αν κάποια αντικείμενα δεν είναι συμμετρικά τακτοποιημένα) παρορμήσεις επιθετικότητας ή βίας ή σεξουαλικοί. Κριτήριο βασικό είναι ότι οι σκέψεις αυτές είναι τόσο επίμονες ώστε προκαλούν δυσφορία στο άτομο και επηρεάζουν αρνητικά την καθημερινή του λειτουργικότητα.
Έτσι για παράδειγμα, το άτομο μπορεί να φοβάται να βγει από το σπίτι του από φόβο μήπως ακουμπήσει κάποιο αντικείμενο και μολυνθεί, ή μπορεί να πλένει επίμονα τα χέρια του σε σημείο να τα γδάρει (καταναγκασμός). Οι καταναγκασμοί ‘έρχονται ως απάντηση’ στους ψυχαναγκασμούς, τις επίμονες αυτές ιδέες σκέψεις, και μάλιστα έρχονται ως κανόνες που πρέπει να τηρηθούν αυστηρά.
Αν για παράδειγμα το άτομο ακουμπήσει κάποιο αντικείμενο που μπορεί να θεωρεί εστία μικροβίων, ακόμα και αν λογικά καταλαβαίνει ότι το αντικείμενο αυτό δεν αποτελεί κάτι τέτοιο, μπορεί για παράδειγμα να νιώσει έντονα την ανάγκη να πλύνει τα χέρια του. Αν το εμποδίσει κάποιος συγγενής να πλύνει τα χέρια του, η δυσφορία του και το άγχος του αυξάνονται ραγδαία τη στιγμή εκείνη. Πρόκειται για ένα θέμα που απαιτεί την καθοδήγηση ειδικού, προς το άτομο και την οικογένειά του επίσης. Η πράξη του πλυσίματος (ο καταναγκασμός) δεν γίνεται για ευχαρίστηση αλλά για ανακούφιση του άγχους και του φόβου που νιώθει.
Πρέπει να τονίσουμε ότι ο καταναγκασμός, δεν είναι απαραίτητο ότι θα είναι μία πράξη, το πλύσιμο των χεριών, μπορεί να είναι και μια σκέψη με τη μορφή τελετουργικού. Μπορεί το άτομο για παράδειγμα να ακουμπήσει κάποιο ‘βρώμικο’ αντικείμενο και από μέσα του να μετρήσει πχ. έως το 10, για να διώξει την ανησυχία. Πολύ συχνοί σε θύματα βιασμού είναι οι ψυχαναγκασμοί όπου το άτομο νιώθει ‘βρώμικο’ και όταν κάνει μπάνιο, συχνά τρίβει τόσο έντονα το σώμα του με το σφουγγάρι σε σημείο να το γδέρνει.
Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι οι σκέψεις/πράξεις αυτές είναι συνήθως ξένες προς την προσωπικότητα του ατόμου (προκαλούν με άλλα λόγια κατάπληξη ακόμη και στον ίδιο – πώς μπορώ εγώ να σκέφτομαι κάτι τέτοιο;), έχουν δυσάρεστο περιεχόμενο, και πάντα προκαλούν δυσφορία. Ωστόσο το άτομο, πάντα τις αναγνωρίζει ως προϊόν της δικιάς του σκέψης, ακόμη και αν δεν συμφωνεί μαζί τους. Τέλος, το άτομο προσπαθεί να αντισταθεί σε αυτές τις σκέψεις και να τις διώξει από το μυαλό του, χωρίς όμως επιτυχία πάντα.
Τα άτομα συχνά προσπαθούν να αποκρύψουν αυτό που τους συμβαίνει αντί να αναζητήσουν θεραπεία. Αρκετές φορές έτσι κατορθώνουν με επιτυχία να κρύψουν τα συμπτώματά τους από την οικογένειά τους, τους φίλους τους ή τους συναδέλφους τους. Μια ατυχής συνέπεια αυτής της μυστικότητας είναι και το γεγονός ότι πολλοί από αυτούς δεν παίρνουν την κατάλληλη ιατρική βοήθεια παρά αφού περάσουν πολλά χρόνια από την έναρξη της διαταραχής. Μέχρι τότε μπορεί να έχουν προσαρμόσει τη ζωή τους έτσι ώστε να είναι συμβατή με την αρρώστια τους, πληρώνοντας όμως το τίμημα της χαμηλής ποιότητας και των περιορισμών.
Πώς θα καταλάβει κάποιος εάν έχει Ιδεοψυχαναγκασμό;
Ένα άτομο με ιδεοψυχαναγκασμό εμφανίζει ιδεοληψίες και καταναγκασμούς σε τέτοια έκταση που να επηρεάζεται πλέον η καθημερινή λειτουργικότητά του. Τα άτομα αυτά δεν θα πρέπει να συγχέονται με άτομα που μερικές φορές τα ονομάζουμε ‘ψυχαναγκαστικά’ στην καθημερινή ζωή. Ο όρος αυτός αναφέρεται σε ανθρώπους τελειομανείς με πολύ υψηλά στάνταρντς, τόσο στην εργασία τους όσο και εκτός εργασίας. Μερικές φορές αυτή η ‘ψυχαναγκαστικότητα’ μπορεί να βοηθάει την επίτευξη ενός στόχου και να ανεβάζει την αυτοεκτίμηση ενός ατόμου, διαφέρει όμως από τα συμπτώματα των ασθενών με ιδεοψυχαναγκασμό.
Γιατί απαιτείται να αντιμετωπιστεί μία τέτοια κατάσταση;
Για δυο κυρίως λόγους:
Διότι υπάρχει θεραπεία με επιστημονικά τεκμηριωμένο επιτυχημένο αποτέλεσμα.
Διότι η πιθανότητα να περάσει από μόνη της η διαταραχή είναι πολύ μικρή.
Κλείνοντας πρέπει να τονίσουμε έναν ακόμα παράγοντα, τον βαθμό ευαισθησίας του ατόμου, τον βαθμό δηλαδή στον οποίο το άτομο καταλαβαίνει ότι οι ψυχαναγκασμοί και οι καταναγκασμοί του, είναι παράλογοι. Ακόμα και όταν το καταλαβαίνει όμως αυτό, δεν πρέπει να το αδικούμε και να το κατηγορούμε που δεν μπορεί να τους αντιμετωπίσει και να τους σταματήσει από μόνο του, αλλά να του δώσουμε τη δυνατότητα να το αντιμετωπίσει με τη βοήθεια ειδικού.
Πηγή: iatronet.gr