Περίπου 300.000 άτομα με χρόνια ηπατίτιδα Β και 200.000 άτομα με χρόνια ηπατίτιδα C, νοσούν σήμερα στη χώρα μας. Η είσοδος στη χώρα μας περισσοτέρων από 1.000.000 μεταναστών την τελευταία 20ετία από χώρες των Βαλκανίων και της Ανατολικής Ευρώπης αλλά και από χώρες της Ασίας και Αφρικής, που αποτελούν ομάδες υψηλής συχνότητας για ηπατίτιδα B και C, έχει αυξήσει τους αριθμούς ασθενών με χρόνιες ηπατίτιδες B και C.
Τα παραπάνω ανέφεραν σε σημερινή συνέντευξη Τύπου, οι Στέφανος Χατζηγιάννης, ομότιμος καθηγητής Παθολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, Σπύρος Ντουράκης, καθηγητής παθολογίας-ηπατολογίας και πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Μελέτης Ήπατος, και Γεώργιος Παπαθεοδωρίδης, αναπληρωτής καθηγητής παθολογίας-γαστρεντερολογίας και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Μελέτης Ήπατος.
«Κρυφές επιδημίες», ονομάζονται από την ιατρική κοινότητα οι χρόνιες ηπατίτιδες Β και C, που αποτελούν σημαντικά προβλήματα δημόσιας υγείας σε όλες τις χώρες του κόσμου. Η απουσία συμπτωμάτων δεν οδηγεί τον ασθενή στον απαραίτητο διαγνωστικό έλεγχο, ενώ ταυτόχρονα το ήπαρ μπορεί να καταστρέφεται.
Όπως ανέφεραν οι ομιλητές, δεδομένου ότι τα νοσήματα αυτά είναι ασυμπτωματικά και ο έλεγχος του πληθυσμού ή έστω των ομάδων υψηλού κινδύνου δεν είναι υποχρεωτικός, η διάγνωση γίνεται μόνον τυχαία λόγω κάποιου τσεκ-άπ. Συνεπώς, οι περισσότεροι ασθενείς παραμένουν αδιάγνωστοι χωρίς να λαμβάνουν την κατάλληλη θεραπεία που θα σταματούσε την επιδείνωση της νόσου για τους ίδιους αλλά και τη συνεχιζόμενη διασπορά του ιού σε άλλους.
H διάγνωση της χρόνιας ηπατίτιδας Β και C γίνεται εύκολα με ειδικές εξετάσεις αίματος για τους δείκτες του κάθε ιού.
Οι ευρωπαϊκές και παγκόσμιες προσπάθειες για τον έλεγχο της χρόνιας ηπατίτιδας B και C θα είναι από τα βασικά θέματα που θα συζητηθούν στη 18η Διεθνή Διημερίδα «Ηπατίτιδα B και C», που θα πραγματοποιηθεί στην Αθήνα το Σαββατοκύριακο 29 και 30 Ιανουαρίου.