Απορρίπτει το Βρετανικό Μουσείο τη διαμεσολάβηση της UNESCΟ για το ζήτημα των Γλυπτών του Παρθενώνα. Με χθεσινή του επιστολή προς τον διεθνή οργανισμό, τους υπουργούς Πολιτισμού και τους υπουργούς Ευρωπαϊκών Υποθέσεων, το Βρετανικό Μουσείο όχι μόνο απαντά αρνητικά, αλλά και υπερασπίζεται τη μέχρι τώρα πολιτική του, ακόμα και την αποστολή του θεού-ποταμού Ιλισού από το αέτωμα του Παρθενώνα στο Ερμιτάζ της Αγίας Πετρούπολης. Κάτι για το οποίο υπήρξε σφοδρή αντίδραση από την προηγούμενη ελληνική κυβέρνηση.
Με επιστολή του προέδρου των εφόρων σερ Ρίτσαρντ Λάμπερτ, η οποία γράφτηκε στα αγγλικά και μεταφράστηκε και στα ελληνικά, το Βρετανικό Μουσείο αναφέρει ότι το αίτημα εξετάστηκε από τους εφόρους («Trustees»). «Με ειλικρινή σεβασμό για τον οργανισμό, ύστερα από λεπτομερή και προσεκτική εξέταση αποφασίσαμε να μην κάνουμε δεκτό το σχετικό αίτημα», αναφέρεται αυτολεξεί στην επιστολή. Ωστόσο, στα αγγλικά η λέξη που επελέγη είναι «decline», «να αρνηθούμε». Μπορεί να είναι συνώνυμες οι εκφράσεις, αλλά η αγγλική έχει πιο αρνητική έννοια. Όπως φαίνεται, το μουσείο «στρογγυλεύει» την ελληνική μετάφραση στο συγκεκριμένο σημείο.
Σύμφωνα με δημοσίευμα του «Έθνους», η βρετανική πλευρά προχωρά περισσότερο, σημειώνοντας ορθά κοφτά: «Οι απόψεις για την ιστορία του διαμοιρασμού των Γλυπτών του Παρθενώνα που έχουν διασωθεί έως τις μέρες μας φυσικά και διαφέρουν, παρά ταύτα οι ειδικοί ομόφωνα αναγνωρίζουν ότι ο αρχικός γλυπτικός διάκοσμος δεν μπορεί να αποκατασταθεί στο σύνολό του, καθώς πολλά στοιχεία του έχουν χαθεί, ενώ τα μέρη που έχουν διασωθεί δεν μπορούν ποτέ να επανατοποθετηθούν στο κτίριο».
«Πιστεύουμε ότι η πλέον εποικοδομητική οδός, την οποία ήδη ακολουθούμε, είναι αυτή της απευθείας συνεργασίας με τα άλλα μουσεία και πολιτιστικούς θεσμούς, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο», συνεχίζει η επιστολή. Τονίζεται πως αναγνωρίζεται πλήρως η μοναδική ικανότητα της UNESCO ως διακρατικού φορέα να χειρίζεται το σοβαρό θέμα της καταστροφής και των απειλών κατά της πολιτιστικής κληρονομιάς ανά τον κόσμο.
Επίσης, γίνεται αναφορά στη συνεργασία μεταξύ τους στο Ιράκ «την περίοδο 2003-05, αλλά και σήμερα στη διαμόρφωση της αντιμετώπισης της κρίσης στη Συρία, συμπεριλαμβανομένης της παράνομης διακίνησης αρχαιοτήτων.
Είναι διαρκής επιθυμία και επιδίωξη του Μουσείου να εναρμονίζεται με τους στόχους της UNESCO για τη διαφύλαξη και προστασία της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς που βρίσκεται σε κίνδυνο. Παρά ταύτα είναι σαφές ότι τα σωζόμενα Γλυπτά του Παρθενώνα, συντηρημένα με προσοχή σε διάφορα μουσεία της Ευρώπης, δεν εμπίπτουν σε αυτή την κατηγορία».
Η άκαμπτη στάση συνδυάζεται με άκαμπτα επιχειρήματα, όπως το ότι στο Βρετανικό Μουσείο διασφαλίζεται η πρόσβαση σε όλες τις συλλογές επισκεπτών από όλο τον κόσμο. Δηλώνουν παρά ταύτα ότι επιθυμούν «να αναπτύξουν περαιτέρω τις ήδη καλές σχέσεις με τους συναδέλφους και τους φορείς στην Ελλάδα και να διερευνήσουν την πιθανότητα συνεργασιών, όχι σε επίπεδο κυβερνήσεων αλλά απευθείας σε επίπεδο φορέων. Γι’ αυτό τον λόγο πιστεύουμε ότι η εμπλοκή της UNESCO δεν αποτελεί τον πλέον πρόσφορο τρόπο για να προχωρήσουμε».
Ειδική αναφορά γίνεται στην αποστολή του θεού-ποταμού Ιλισού στην Αγία Πετρούπολη, όπου τον είδαν μέσα σε έξι εβδομάδες 140 χιλιάδες επισκέπτες. Εξαίρουν την απήχηση που θεωρούν ότι βρήκε.
Οι έφοροι θεωρούν πως πρωτοβουλίες που αναλαμβάνουν οι φορείς σε απευθείας συνεννόηση «είναι ένας φυσικός τρόπος συνεργασίας καθώς τα διασωθέντα Γλυπτά του Παρθενώνα βρίσκονται σε διαφορετικές ευρωπαϊκές συλλογές». Στο σχέδιο αυτό εντάσσουν και τους επιστήμονες του Μουσείου της Ακρόπολης κ.ά.
Ανάλογη επιστολή έστειλαν στην UNESCO ο υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού και ο υπουργός για την Ευρώπη της Μεγάλης Βρετανίας.