Τον κώδωνα του κινδύνου κρούουν οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι για τον τρόπο αντιμετώπισης ενδεχόμενου κρούσματος Έμπολα στα Καταστήματα Κράτησης. Με επιστολή τους προς τον υπουργό Δικαιοσύνης Χαράλαμπο Αθανασίου και το γενικό γραμματέα Αντεγκληματικής Πολιτικής Άγγελο Τσιγκρή ζητούν να ενημερωθούν εάν «έχει εκπονηθεί σχέδιο αντιμετώπισης κρουσμάτων της νόσου εντός των φυλακών και σύμφωνα με τις οδηγίες του Υπουργείου Υγείας» και αν και πότε θα εφοδιαστεί το προσωπικό με τα ενδεδειγμένα μέσα προστασίας, όπως ειδικά γάντια, χειρουργική μάσκα, οφθαλμολογική προστασία, αδιάβροχες στολές εργασίας, αλκοολούχα αντισηπτικά σαπούνια κτλ.
Η Ομοσπονδία Σωφρονιστικών Υπαλλήλων Ελλάδας, στην επιστολή της προς το υπουργείο Δικαιοσύνης υπογραμμίζει ότι οι συνθήκες που επικρατούν στα Καταστήματα Κράτησης είναι τέτοιες που δεν επιτρέπουν να εφαρμοστούν οι οδηγίες που το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ΚΕΕΛΠΝΟ) έδωσε στους σωφρονιστικούς υπαλλήλους απαντώντας σε σχετικό ερώτημα.
Συγκεκριμένα αναφέρουν ότι « οι συνθήκες συνωστισμού και υπερπληθώρας των κρατουμένων σε όλες σχεδόν τις φυλακές δεν επιτρέπουν τυχόν απομόνωση ύποπτων κρουσμάτων (όπως ορίζει το ΚΕΕΛΠΝΟ) σε ξεχωριστούς χώρους». Μάλιστα, υπογραμμίζουν «την τυχόν διάγνωση και αντιμετώπιση ύποπτων κρουσμάτων δυσχεραίνει η γνωστή σε όλους υποστελέχωση και σε πολλές περιπτώσεις ανυπαρξία νοσηλευτικού ή και ιατρικού προσωπικού. Ενδεικτική είναι και η κατάσταση που επικρατεί στο νοσοκομείο κρατουμένων Κορυδαλλού, όπου οι ασθενείς κρατούμενοι αναγκάζονται να συνωστίζονται και να μοιράζονται κοινούς χώρους».
Πάντως, μεταξύ άλλων το ΚΕΕΛΠΝΟ στις οδηγίες του προς τους σωφρονιστικούς υπαλλήλους αναφέρει:
«Η νόσος μεταδίδεται από κάποιον ασθενή… με άμεση επαφή ή τα σωματικά υγρά του ή με απλή παραμονή εγγύς του ασθενούς (απόσταση <1 μέτρου) μέσω των σταγονιδίων ή σωματικών υγρών».
Κρίνεται απαραίτητη «η λήψη των κατάλληλων μέτρων προστασίας και η ικανότητα απόκρισης σε εμφάνιση ύποπτου περιστατικού, τόσο για τη διαφύλαξη της υγείας του προσωπικού όσο και για την έγκαιρη αναγνώριση ασθενούς, την απομόνωσή του και την παρεμπόδιση περαιτέρω μετάδοσης».