Την κατάσταση που επικρατεί σήμερα στη χώρα μας αναφορικά με τον κορονοϊό εξηγεί ο καθηγητής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού πανεπιστημίου Αθηνών, Νίκος Σύψας.
Με άρθρο του στην εφημερίδα «Τα Νέα» επισημαίνει ότι η Ελλάδα ανήκει στις χώρες που αντιμετώπισαν με επιτυχία το πρώτο κύμα της πανδημίας λαμβάνοντας έγκαιρα και αποτελεσματικά μέτρα ακόμα και πριν από την καταγραφή του πρώτου κρούσματος, τον Φεβρουάριο 2020. Τον Μάιο, με την επιβεβαίωση της ύφεσης της πανδημίας στη χώρα, άρχισε η επιχείρηση επανεκκίνησης της κοινωνίας και της οικονομίας.
«Το άνοιγμα έγινε με προσεκτικά και διαδοχικά βήματα, απλωμένα σε βάθος δύο μηνών, και υπό την καθοδήγηση των ειδικών που σχεδίασαν ένα πλήρες πλέγμα κανόνων για την ασφαλή λειτουργία κάθε κοινωνικής και επιχειρηματικής δραστηριότητας.
Το εγχείρημα στέφθηκε με επιτυχία, αφού τους μήνες Ιούνιο και μέχρι περίπου τα μέσα Ιουλίου ο αριθμός R παρέμενε σταθερά κάτω από 0,5, ο αριθμός των κρουσμάτων περιορίστηκε σε χαμηλά νούμερα (κάποιες μέρες μονοψήφια), με την εξαίρεση μικρών εστιών υπερ-μετάδοσης, που αντιμετωπίστηκαν αποτελεσματικά».
Η εξαιρετική εικόνα της πανδημίας, προσθέτει ο καθηγητής, έδωσε ένα ψευδές αίσθημα ασφάλειας στον πληθυσμό, ενώ η άποψη ότι τα μέτρα είναι υπερβολικά και μη απαραίτητα για το μέγεθος του προβλήματος κέρδισε έδαφος.
Οι πολίτες και ιδιαίτερα οι νεότερες ηλικίες άρχισαν να επιδεικνύουν εφησυχασμό και χαλαρότητα στην τήρηση μέτρων ασφάλειας, όπως η τήρηση των αποστάσεων, η απολύμανση των χεριών και η χρήση μάσκας.
Εικόνες συνωστισμού σε πλατείες, παραλίες, μπαράκια, πανηγύρια, συναυλίες και γάμους γέμισαν τα δελτία ειδήσεων, ενώ η συμπεριφορά των πολιτών στα μέσα μαζικής μεταφοράς, στα καταστήματα και στα γραφεία ήταν κάθε άλλο παρά ασφαλής.
Όπως σημειώνει, «το πρόβλημα επιδεινώθηκε από το άνοιγμα του τουρισμού. Το 25% του ΑΕΠ της Ελλάδας προέρχεται από τον τουρισμό και ήταν επιτακτική η ανάγκη του ανοίγματος των συνόρων, αλλά με κανόνες και μέτρα ασφαλείας.
Δυστυχώς, το άνοιγμα των χερσαίων συνόρων στον Βορρά συνέπεσε με τη μεγάλη επιδείνωση της επιδημίας στις Βαλκανικές χώρες. Ταχύτατα η χώρα βρέθηκε αντιμέτωπη με μεγάλο αριθμό εισαγόμενων κρουσμάτων, ιδιαίτερα από τη συνοριακή διάβαση του Προμαχώνα.
Από το άνοιγμα των συνόρων στις 15/6 μέχρι το τέλος Ιουλίου καταγράφηκαν 1.247 νέα κρούσματα, από τα οποία το 60% ήταν εισαγόμενα.
Τέθηκε σε εφαρμογή σχέδιο εκτεταμένων ελέγχων με τη βοήθεια αλγορίθμου και μαζί με άλλα περιοριστικά μέτρα το πρόβλημα των εισαγόμενων κρουσμάτων τελικά τέθηκε υπό έλεγχο.
Όμως, από τα μέσα Ιουλίου καταγράφηκε σημαντική επιδημιολογική επιβάρυνση λόγω μιας απότομης αύξησης των εγχώριων κρουσμάτων, ιδιαίτερα στα μεγάλα αστικά κέντρα, Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Επιπλέον, παρατηρείται ευρεία διασπορά των κρουσμάτων σε όλη τη χώρα.
Ο πραγματικός αναπαραγωγικός αριθμός παραμένει κάτω από το όριο ασφαλείας του 1, αλλά εμφανίζει σαφή ανοδική τάση. Ο αριθμός των εισαγωγών στα νοσοκομεία αυξάνεται, αλλά προς το παρόν δεν συνοδεύεται από αύξηση των διασωληνώσεων και των θανάτων γιατί η μέση ηλικία των καταγραμμένων κρουσμάτων έχει πέσει σημαντικά και είναι γνωστό ότι οι νέοι νοσούν κατά κανόνα ελαφρότερα.
Η τρέχουσα κατάσταση περιγράφεται ως σημαντική επιδημιολογική επιβάρυνση, αλλά όχι ως δεύτερο κύμα (προς το παρόν). Επιβάλλει αυξημένη επαγρύπνηση και λήψη νέων μέτρων αλλά όχι πανικό.
Εάν οι πολίτες συμμορφωθούν με τους τρεις κανόνες ασφαλείας (αποστάσεις – απολύμανση χεριών – μάσκα), η επιδημιολογική εικόνα της χώρας θα βελτιωθεί ταχύτατα. Μπορούμε να κάνουμε τις θερινές μας διακοπές όπως τις είχαμε σχεδιάσει αλλά γνωρίζοντας ότι το φετινό καλοκαίρι είναι διαφορετικό».