H φιλοσοφία και η ανάδειξη της υποψηφιότητάς του στηρίζεται ακριβώς στην ανεξαρτησία της από κόμματα όπως διευκρίνισε ο υποψήφιος για την προεδρία του Δικηγορικού Συλλόγου Αθήνας.

Σε συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε ο Βασίλης Αλεξανδρής (34,68%), ενόψει του δεύτερου γύρου όπου θα αναμετρηθεί με τον σημερινό πρόεδρο Γιάννη Αδαμόπουλο (23,19%), διέψευσε κατηγορηματικά ότι η υποψηφιότητα του έχει κομματική ταμπέλα. Μάλιστα, δεν παρέλειψε να απαντήσει και σε εκείνους που έσπευσαν να του αποδώσουν συγκεκριμένη κομματική ταυτότητα, χαρακτηρίζοντας «ύβρις την κομματοποίηση της πρωτιάς μας». Μεταξύ άλλων ο Βασίλης Αλεξανδρής δήλωσε:

«Κάποιοι όμως επιμένουν να σκέφτονται με όρους του παρελθόντος. Κάποιοι που έμαθαν να λειτουργούν -και συνεχίζουν να λειτουργούν- διαφορετικά, επιχειρούν με διάφορους τρόπους να μας υπαγάγουν σε κομματικούς προσανατολισμούς και επιδιώξεις. Οι προσπάθειες αυτές, από όπου κι αν προέρχονται, συνιστούν ύβρη όχι μόνον προς εμένα, αλλά και προς τους συναδέλφους που μοιραστήκαμε κοινούς προβληματισμούς και αγωνίες. Που αποφάσισαν να συμπορευτούμε σ΄ έναν κοινό δρόμο για την επαγγελματική και επιστημονική αναγέννηση του κλάδου μας.

Απαντώ ρητά και κατηγορηματικά:

Δεν τους ακολουθούμε μένουμε σταθεροί στο δρόμο που εμείς χαράξαμε.Με εντιμότητα, σοβαρότητα, αξιοπρέπεια. Χωρίς ανούσιους υπαινιγμούς, προεκλογικούς θεατρινισμούς και αφισσολατρείες. Δηλώνω και πάλι:

Η υποψηφιότητά μου δεν υπαγορεύτηκε, δεν συνδέθηκε, ούτε συνδέεται με κομματικούς σχηματισμούς ή προσανατολισμούς. Δεν συνιστά σκαλοπάτι ή εφαλτήριο πολιτικής ανέλιξης. Είμαι και θα παραμείνω ένας μαχόμενος δικηγόρος. Και διευκρινίζω:

Με τις παραπάνω αναφορές μου σε καμία περίπτωση δεν επιχειρώ να απαξιώσω ή να μειώσω τη θεσμική λειτουργία των κομμάτων σε μια δημοκρατική κοινωνία. Άλλωστε, ο ΔΣΑ ήταν και θα είναι πάντοτε προασπιστής της δημοκρατίας, της συνταγματικά ευνομούμενης Πολιτείας, του πλουραλισμού.

Όμως, εδώ το διακύβευμα δεν είναι κομματικό. Ο ΔΣΑ ήταν και είναι υπόθεση αποκλειστικά και μόνον των δικηγόρων.
Με τις εκλογές αυτές κρίνεται το παρόν και το μέλλον μας.

Αποφασίζουμε για την επαγγελματική μας υπόσταση. Τη θέση μας στο κράτος δικαίου και στην κοινωνία.
Το σεβασμό προς το λειτούργημά μας που συνδέεται άρρηκτα με τη διασφάλιση των συνταγματικά κατοχυρωμένων εγγυήσεων».