Σχεδόν διπλασιάστηκαν μέσα σε εννέα χρόνια, από το 2009 έως το 2018, οι περιπτώσεις ασθενών, οι οποίοι είτε έπρεπε να περιμένουν μεγάλο χρονικό διάστημα για περίθαλψη σε δημόσια νοσοκομεία, είτε αναγκάστηκαν τελικά να πληρώσουν σε ιδιωτικές κλινικές, λόγω του μεγάλου χρόνου αναμονής, σύμφωνα με έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας για το ελληνικό ΕΣΥ, που παρουσιάστηκε σήμερα.
«Η μακροχρόνια ύφεση και τα μέτρα λιτότητας αποδυνάμωσαν το Εθνικό Σύστημα Υγείας της χώρας» ανέφερε η οργάνωση παρουσιάζοντας την έκθεση «Ανάνηψη Τώρα: Το ελληνικό σύστημα υγείας μετά από μια δεκαετία λιτότητας».
«Η πρόσφατη κρίση της πανδημίας, πρέπει να υπενθυμίσει στην ελληνική κυβέρνηση, ότι είναι ζωτικής σημασίας να αρχίσει να επενδύει στην υγεία και την κοινωνική περίθαλψη» δήλωσε ο διευθυντής του Ελληνικού Τμήματος της Διεθνούς Αμνηστίας, Γαβριήλ Σακελλαρίδης, προσθέτοντας ότι το δικαίωμα των ανθρώπων στη σωματική και ψυχική υγεία στην Ελλάδα έχει παραβιαστεί.
Η κυβέρνηση ανταποκρίθηκε στην πανδημία του κορονοϊού με σειρά έγκαιρων μέτρων περιορισμού που βοήθησε σημαντικά στην ελαχιστοποίηση του αριθμού των λοιμώξεων και των θανάτων και διέθεσε επιπλέον 200 εκατομμύρια ευρώ στο σύστημα υγείας. Όμως, πολλές από τις προκλήσεις που αντιμετώπιζαν οι εργαζόμενοι/ες στον τομέα της υγείας κατά την περίοδο της λιτότητας έχουν επιδεινωθεί κατά τη διάρκεια της πανδημίας, δημιουργώντας σοβαρές ανησυχίες για την υγεία, την ασφάλεια και τις συνθήκες εργασίας τους, όπως σημειώνει το ΑΜΠΕ, επικαλούμενο την έκθεση.
Στην έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας, η οποία βασίζεται σε διετή έρευνα, αποτυπώνεται το πώς οι σοβαρές περικοπές από το 2010 και μετά έχουν καταστήσει ανέφικτη για πολλούς ανθρώπους την πρόσβαση και την οικονομική δυνατότητα για υγειονομική περίθαλψη. Εκπρόσωποι εργαζομένων στον τομέα υγείας δήλωσαν στη Διεθνή Αμνηστία, ότι λειτουργούν με σημαντικές ελλείψεις προσωπικού, μια κατάσταση κρίσης που οξύνθηκε μετά την εμφάνιση του κορονοϊού. Επίσης, τα κοινωνικά φαρμακεία φαίνεται να έχουν ένα σημαντικό ρόλο στην κάλυψη των ιατροφαρμακευτικών αναγκών για πάνω από 2.800 ανθρώπους, οι οποίοι αλλιώς δε θα είχαν αυτή τη δυνατότητα.