Ως διοικητικά κέντρα και τοπικές αγορές της γύρω αγροτικής περιοχής λειτουργούσαν οι σημαντικότερες θεσσαλικές πόλεις (Λάρισα, Τρίκαλα, Βόλος, Καρδίτσα) περί τα τέλη του 190υ αιώνα και ο πληθυσμός τους κυμαινόταν από 6000-20.000 άτομα και απαρατιζόταν κυρίως από Τούρκους, Έλληνες και Εβραίους.
Όπως αναφέρει το ΑΜΠΕ, η μορφή των χώρων τους αντανακλούσε τις κυρίαρχες πολιτισμικές και πολιτικές δομές και την καθημερινή ζωή της οθωμανικής κοινωνίας και έφερε τα τυπικά γνωρίσματα των οθωμανικών πόλεων της ευρύτερης βαλκανικής περιφέρειας: Ήταν αραιοδομημένες και περιλάμβαναν καλλιέργειες, βοσκές, νεκροταφεία και αδόμητους χώρους μέσα στα όρια της πόλης.
Είχαν χαλαρό πολεοδομικό ιστό με ακανόνιστες οικοδομικές νησίδες, γειτονιές – «μαχαλάδες» ξεχωριστές για κάθε εθνο-θρησκευτική ομάδα, διοικητικό κέντρο με το κονάκι (διοικητήριο), ενώ στις μεγαλύτερες πόλεις, όπως η Λάρισα, υπήρχε και Κιουλιγιέ, δηλαδή συγκρότημα με κοινωφελή κτίρια.
Οι πόλεις δεν διέθεταν τεχνικές υποδομές ούτε δημόσιους χώρους αντίστοιχους με τις πλατείες των μεσαιωνικών ευρωπαϊκών πόλεων που δημιουργήθηκαν για κοινωνικές συναθροίσεις. Μοναδικό τόπο συνεύρεσης των διαφόρων εθνοτήτων αποτελούσε η αγορά – το τσαρσί – κεντρικά τοποθετημένη και οργανωμένη κατά επάγγελμα, καθώς και υπαίθρια εβδομαδιαία παζάρια. Στη δε Λάρισα υπήρχε μπεζεστένι (κλειστή αγορά για πολύτιμα εμπορεύματα), σημάδι της οικονομικής ακμής μιας πόλης.
Τα παραπάνω στοιχεία προέρχοντα από μελέτη της Βίλμας Χαστάογλου-Μαρτινίδη, ομότιμης καθηγήτριας της Πολυτεχνικής Σχολής του ΑΠΘ για την πορεία εξέλιξης των Θεσσαλικών πόλεων.
Ειδική μνεία γίνεται στη μελέτη στα βασικά χαρακτηριστικά οργάνωσης του αστικού χώρου στις παραπάνω θεσσαλικές πόλεις κατά την υπό εξέταση χρονική περίοδο. Μικρές αλλαγές της παραδοσιακής δομής των πόλεων καταγράφονται μετά το 1840, με τους εκσυγχρονισμούς που θέτει σε κίνηση η οθωμανική διοικητική μεταρρύθμιση (Τανζιμάτ, 1839-1856), εξηγεί στο ΑΠΕ – ΜΠΕ η ομότιμη καθηγήτρια του ΑΠΕ – ΜΠΕ.
«Με άτολμο και αβέβαιο τρόπο στην επαρχία της Θεσσαλίας ενθαρρύνθηκε η αστικοποίηση με μέτρα για την προσέλκυση χριστιανικού, κυρίως, πληθυσμού από τον αγροτικό χώρο και με παραχώρηση αδειών για οικοδόμηση νέων συνοικισμών χριστιανών. Στο πλαίσιο αυτό δημιουργήθηκαν καινούρια προάστια ή βαρούσια στον Βόλο το 1840 και την Καρδίτσα το 1858, αλλά και μικρές γειτονιές στη Λάρισα, καθώς και σημειακές βελτιώσεις αγορών και δρόμων, μαζί με λίγα κοινωφελή κτίρια, διοικητικά και άλλα» επισημαίνει.
Οι ρηξικέλευθες αλλαγές, σύμφωνα με την ίδια, επέρχονται μετά την ένταξή τους στο ελληνικό κράτος: Οι θεσσαλικές πόλεις αναμορφώθηκαν σύμφωνα με τα πρότυπα της «επίσημης», πολεοδομίας που ίσχυαν για όλη την εθνική επικράτεια.
Βασικός στόχος ήταν ο μετασχηματισμός των κληροδοτημένων «τουρκοπόλεων» με βάση το ευρωπαϊκό μοντέλο της νεοκλασικής πόλης, αίτημα και όραμα της καινούριας εθνικής και κοινωνικής πραγματικότητας.
Ο συστηματικός ανασχεδιασμός όλων των θεσσαλικών πόλεων και η εκτέλεση έργων υποδομής (σιδηρόδρομοι και λιμάνια) είχαν στόχο αφενός να κατοχυρώσουν την εθνική κυριαρχία στη νεοαποκτηθείσα επαρχία, αλλά και να υποκινήσουν την ανάπτυξη σύγχρονων οικονομικών και αστικών δραστηριοτήτων.
Μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα, οι θεσσαλικές πόλεις είχαν αποκτήσει νεοκλασική εμφάνιση: τακτική ρυμοτομία με ευθύγραμμους δρόμους, πλατείες και πάρκα, κανονικά οικοδομικά τετράγωνα, νέες λειτουργίες και δημόσια κτήρια (σχολεία, νοσοκομεία, δικαστήρια, αγορές, σταθμούς κ.λπ.), και η αισθητική των κτηρίων τους – δημόσιων και ιδιωτικών – ακολούθησε τη νεοκλασική αρχιτεκτονική του βασιλείου.
Επίσης, η κ. Χαστάογλου επισημαίνει ότι η ταχύτατη υλοποίηση των σιδηροδρόμων (1882 – 1886) ανέτρεψε την προηγούμενη ιεραρχία του θεσσαλικού οικιστικού δικτύου και ανέδειξε τον Βόλο στη διέξοδο ολόκληρης της θεσσαλικής ενδοχώρας προς τη θάλασσα.
Αυτή η ιδιαίτερα προνομιακή θέση του (που διατηρήθηκε έως το 1908, οπότε η Λάρισα συνδέθηκε σιδηροδρομικά με τον Πειραιά, γεγονός που αναπροσανατόλισε την κίνηση της περιοχής προς τη νότια Ελλάδα), συνοδεύτηκε από την ανάπτυξη της βιομηχανίας και την ακμή του εμπορίου.
Ο Βόλος έγινε η πιο «νεοκλασική πόλη» της Θεσσαλίας και μια από τις λιγοστές βιομηχανικές πόλεις της χώρας. Υπερκέρασε πληθυσμιακά τις λοιπές θεσσαλικές πόλεις και απέκτησε μια εύπορη αστική τάξη που επένδυσε συστηματικά σε νεοκλασικά μέγαρα κατοικίας, νέους χώρους εμπορίου και πλήθος εργοστασίων, τα οποία σήμερα συνιστούν μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς και της φυσιογνωμίας της πόλης.