Ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς «αγωνίζεται να ενισχύσει τις επενδύσεις, περιορίζοντας τη γραφειοκρατική παράλυση και τη διαφθορά», αναφέρει σε ανταπόκρισή της από την Αθήνα η εφημερίδα Λος Άντζελες Τάιμς, καταγράφοντας επίσης τη «θετική μεταστροφή» της στάσης της ελληνικής κυβέρνησης στο θέμα της πώλησης ιδιωτικών νησιών σε ξένους.
Στο δημοσίευμα προβάλλεται ως παράδειγμα η περίπτωση του Εμίρη του Κατάρ σεΐχη Χαμάντ μπιν Χαλίφ αλ Θάνι, ο οποίος αντιμετώπισε μια 18μηνη «οδύσσεια ελληνικής γραφειοκρατίας», προκειμένου να αγοράσει το νησί Οξυά στο Ιόνιο.
Μεταξύ άλλων, επισημαίνεται το προσωπικό ενδιαφέρον που επέδειξε ο κ. Σαμαράς για την «επιτυχή έκβαση» της αγοραπωλησίας, ενώ τονίζεται ότι από την ανάληψη της πρωθυπουργίας, περίπου πριν έναν χρόνο, αγωνίζεται να πατάξει τη γραφειοκρατία και τη διαφθορά.
Μετά την αγορά της Οξυάς από τον Εμίρη του Κατάρ, όπως τονίζεται, αρκετοί πλούσιοι Ρώσοι και Άραβες εξέφρασαν ενδιαφέρον να αγοράσουν ορισμένα από τα περίπου 300 ιδιωτικά νησιά που προσφέρονται σε «πρωτοφανείς χαμηλές τιμές», λόγω της αδυναμίας των Ελλήνων ιδιοκτητών τους να ανταπεξέλθουν στην αυξανόμενη φορολογία.
Επίσης, σημειώνεται ότι πρόσφατα, καθώς οι ελληνικές αρχές ξεκίνησαν μια φιλόδοξη προσφορά ύψους 65,5 δισ. δολαρίων για την πώληση κρατικής περιουσίας, η ελληνική κυβέρνηση εισήγαγε νομοθεσία για τη διευκόλυνση των επενδυτικών δραστηριοτήτων, σύμφωνα με την ανταπόκριση στην αμερικανική εφημερίδα. Ωστόσο τα προβλήματα παραμένουν, υπογραμμίζεται χαρακτηριστικά, καθώς ενώ το μεγαλύτερο μέρος των ελληνικών πωλήσεων επικεντρώνεται σε ακίνητη περιουσία, η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει συστήσει ακόμη νομικό πλαίσιο που θα επιτρέψει την ενοικίαση νησιών και η χώρα εξακολουθεί να μην διαθέτει επίσημο κτηματολόγιο.
Το πρόβλημα κατάρτισης εθνικού κτηματολογίου στην Ελλάδα πρόβαλε χθες και η εφημερίδα Νιου Γιορκ Τάιμς, υποστηρίζοντας ότι το γεγονός αυτό συνιστά μείζον θέμα που παρακωλύει τις προσπάθειες για ανάπτυξη στη χώρα. Όπως αναφέρθηκε, η έλλειψη εθνικού κτηματολογίου απομακρύνει πιθανούς επενδυτές και καθιστά δυσχερέστερο το ελληνικό κράτος να ιδιωτικοποιήσει την περιουσία του, ενώ καθιστά σχεδόν αδύνατη και τη συλλογή φόρων.
Επίσης, σημειώθηκε ότι στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η Ελλάδα έλαβε άνω των 100 εκατομμυρίων δολαρίων από την Ευρωπαϊκή Ένωση για την κατάρτιση εθνικού κτηματολογίου, ωστόσο μετά την ελάχιστη δράση του ελληνικού κράτους για την αντιμετώπιση του προβλήματος (σύμφωνα με αξιωματούχους έχει χαρτογραφηθεί επαρκώς λιγότερο από το 7% της χώρας), η ΕΕ απαίτησε την επιστροφή των χρημάτων της.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα, ο στόχος πλέον είναι να έχει ολοκληρωθεί ο συγκεκριμένος στόχος έως το 2020, παρόλο που οι Έλληνες αξιωματούχοι το θεωρούν αισιόδοξο σχέδιο και σύμφωνα με τα λεγόμενά τους, έως ότου αυτό ολοκληρωθεί η Ελλάδα πιθανότατα θα έχει δαπανήσει 1,5 δισ. δολάρια. Όπως μάλιστα αναφέρθηκε, ορισμένοι εμπειρογνώμονες αναρωτιούνται εάν υπάρχει πραγματικά η πολιτική βούληση για να διευθετηθεί το ζήτημα, δεδομένου ότι μια στρατιά δικηγόρων, μηχανικών και αρχιτεκτόνων επιβιώνουν μέσω των συνεχών διαπραγματεύσεων για θέματα ιδιοκτησίας και για τη βέλτιστη δυνατή ανάπτυξη. Παράλληλα, σύμφωνα με το εν λόγω δημοσίευμα, η έλλειψη χαρτογραφημένων ζωνών έχει αποδειχθεί επικερδής για ορισμένους, καθώς για παράδειγμα, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τεράστιες εκτάσεις προστατευμένου δάσους έγιναν αντικείμενο εμπορικής εκμετάλλευσης μετά από πυρκαγιές.
Τέλος, για την πώληση νησιών στην Ελλάδα κάνει αναφορά το πρακτορείο Μπλούμπεργκ και συγκεκριμένα για τον Σκορπιό.
Μεταξύ άλλων, καταγράφεται η παραπομπή της αγοροπωλησίας του Σκορπιού στο Νομικό Συμβούλιο του κράτους από το Υπουργείο Οικονομικών για τη διερεύνηση της νομιμότητάς της, όπως τονίζεται, μετά από σχετική ερώτηση που είχε καταθέσει στη Βουλή ο βουλευτής της ΝΔ Ιωάννης Μιχελάκης, ο οποίος υποστήριξε ότι η βούληση του Αριστοτέλη Ωνάση ήταν να παραμείνει το νησί στους κληρονόμους του για όσο διάστημα θα μπορούν να καλύπτουν τα έξοδα συντήρησής του, ενώ σε περίπτωση αδυναμίας θα πρέπει να μεταβιβασθεί στο Ελληνικό Δημόσιο.