Πριν από 30 χρόνια, τον Αύγουστο του 1989, μια παρέα νεαρών διασχίζει τα Λευκά Όρη από Βορρά προς Νότο. Σε υψόμετρο 1.700 μέτρων ένας από αυτούς βρίσκει πεσμένη μια παλιά κατσούνα. Τη μαζεύει, την παίρνει σπίτι του και αποτελεί ένα κειμήλιο της οικογένειάς του.
Του ανταποκριτή μας από το flashnews.gr στην Κρήτη
Όμως, η ιστορία δεν σταματά εκεί. Πριν από τρία χρόνια, ένας φίλος τού έστειλε μια παλιά φωτογραφία, στην οποία απεικονιζόταν ένας Κρητικός να κρατά την ίδια κατσούνα και ο Χανιώτης που τη βρήκε, ανάρτησε την φωτογραφία ως κεντρική στο προφίλ του σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης.
Και το αποκορύφωμα των εκπλήξεων ήρθε πριν από έναν περίπου μήνα, όταν ένας μακρινός συγγενής του αναγνώρισε στον νεαρό Κρητικό της φωτογραφίας, τον πατέρα του, ο οποίος σήμερα είναι 85 ετών και ζει στην Ίμπρο Σφακίων. Και έτσι, η ιστορία πήρε νέα τροπή.
Ακολουθεί η διήγηση από τον δικηγόρο Σταύρο Νικηφοράκη, ο οποίος είναι και ο τότε νεαρός που είχε βρει την παλιά κατσούνα πάνω στα Λευκά Όρη…
Η ιστορία της χαμένης κατσούνας των Λευκών Ορέων
« Ήταν ακριβώς πριν 30 χρόνια. Αύγουστος του 1989. Μια συντροφιά 25άρηδων, τότε νεαρών, αποφασίσαμε να κάνουμε κάτι απαιτητικό και μάλλον παράτολμο. Να διασχίσουμε τα Λευκά Όρη από Βορρά προς Νότο, έχοντας ως εφόδια, αντοχή και μπόλικη αδρεναλίνη για περιπέτεια, στα σωθικά μας.
Κατά την επίπονη και πολύ επικίνδυνη, όπως εξελίχθηκε, πορεία διάσχισης των πανέμορφων, αλλά κι απαιτητικών αυτών βουνών -ιδίως όταν δεν γνωρίζεις καλά, όπως εμείς τότε, τα κατατόπια- αντιμετωπίσαμε πολύ αντίξοες συνθήκες (αποπροσανατολισμός, τρομακτική έλλειψη νερού κλπ.).
Τελικά, τα καταφέραμε με πολύ τύχη, αλλά και πολλά σημάδια στα πόδια μας από την απίστευτη καταπόνηση. Εμπειρία ζωής!
Κατά την πορεία διάσχισης, ευρισκόμενος, με τους άλλους συνοδοιπόρους, στην περιοχή Λιβάδα σε υψόμετρο πάνω από 1.700 μέτρα, βρήκα στο διάβα μου, στη μέση του πουθενά, μια κατσούνα. Είχε εμφανή τα σημάδια της εγκατάλειψης επί πολλά χρόνια, ίσως και επί δεκαετίες, αλλά και της παρατεταμένης έκθεσης στα ακραία καιρικά φαινόμενα αυτών των υψομέτρων. Όμως, παρέμενε στιβαρή κι έτσι την πήρα μαζί μου. Την έδεσα σφικτά στο σακίδιο μου και την επανέφερα… στον πολιτισμό.
Έκτοτε, συντρόφευσε για δεκαετίες τον συγχωρεμένο πατέρα μου, Λευτέρη Νικηφοράκη, στις πεζοπορικές διαδρομές του στα Κατωμέρια. Η κατσούνα αυτή έγινε, εκ των πραγμάτων, ένα οικογενειακό κειμήλιο ανάμνησης, ανθρώπων και καταστάσεων.
Πριν τρία χρόνια την είδε στο σπίτι μου, σε περίοπτη θέση, ο παρατηρητικός φίλος μου, Γιάννης Παπασηφάκης, βοσκός εξ Ανωπόλεως Σφακίων και την επόμενη ημέρα, μού έστειλε την φωτογραφία του (σημερινού) εξωφύλλου μου, με το σχόλιο:
“Αυτή είναι η κατσούνα σου!”.
Είχε απόλυτο δίκιο! Από την ανάλυση της φωτογραφίας, δεν απέμεινε καμία αμφιβολία, ότι ο Σφακιανός κτηνοτρόφος της φωτογραφίας, κρατούσε όντως στα χέρια του την συγκεκριμένη ιδιόμορφη, κοντή κατσούνα.».
«Ποιος, όμως ήταν; Πότε και πού τραβήχτηκε η συγκεκριμένη, πολύ ωραία φωτογραφία εποχής;… Η ακολουθία των εξωφρενικών συμπτώσεων δεν είχε πει τη τελευταία λέξη της.
Πριν ένα μήνα περίπου, δέχτηκα μήνυμα από τον μακρινό συγγενή, Χρήστο Νικηφοράκη, από την Ιμπρο Σφακίων, που είχε δει το εξώφυλλο, ο οποίος μου ανέφερε ότι το εικονιζόμενο πρόσωπο της φωτογραφίας με την κατσούνα, είναι ο πατέρας του, Μανούσος Νικηφοράκης, σήμερα 85 ετών.
Με αφορμή τη διάσχιση του ομώνυμου φαραγγιού, τον συνάντησα στην Ιμπρο Σφακίων πριν λίγες ημέρες, έχοντας μαζί μου και την κατσούνα. Πριν φανερώσω μπροστά του το αντικείμενο, του έδειξα την φωτογραφία και του ζήτησα πληροφορίες γι΄αυτήν: Για τους τόπους που βοσκούσε τα πρόβατα του στα Λευκά Όρη, τις χρονικές περιόδους κλπ. Οι απαντήσεις του ήσαν εντυπωσιακές!
Μου επιβεβαίωσε αυθόρμητα, με την χαρακτηριστική ορεσίβια σφακιανή λαλιά του, ότι ως νεαρός βοσκός (δηλ. της εποχής της φωτογραφίας) πήγαινε για βοσκή τα πρόβατα του, στην απομακρυσμένη «Λιβάδα» των Λευκών Ορέων!
Ότι την φωτογραφία την είχε τραβήξει -απ’ όσο θυμόταν- ένας Γερμανός μετά τον Πόλεμο, αρχές της δεκαετίας του 1950. Ότι ήταν βγαλμένη στον κέντρο του χωριού του, της Ιμπρου, καθισμένος σε ένα πεζούλι που διασώζεται ακόμη, όχι όμως και το σπίτι…
Ήρθε η στιγμή να κλείσει ο κύκλος. Ο μπάρμπα Μανούσος Νικηφοράκης ξανάπιασε στα χέρια του, την χαμένη κατσούνα των Λευκών Ορέων. Εξήντα πέντε χρόνια αργότερα …».