Σήμερα συμπληρώνονται 198 χρόνια από την επίσημη ημερομηνία κήρυξης της επανάστασης του 1821. Πάρα πολλά έχουν γραφτεί για τις πολεμικές ικανότητες των Ελλήνων που στην αρχή ειδικά του ένοπλου αγώνα κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν μια πάνοπλη Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Ποιο ήταν όμως πραγματικά το στρατιωτικό ισοζύγιο ανάμεσα στους επαναστατημένους προγόνους μας και τον στρατό της Υψηλής Πύλης;
Σύμφωνα με τα στοιχεία των Κ. Παπαρρηγόπουλου, Π. Καρολίδη, Γ. Αναστασιάδη και Ν. Μουτσόπουλου που δημοσιεύθηκαν στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους των Εκδόσεων Αλέξανδρος, μέχρι το 1825 που πάτησε στην Πελοπόννησο ο Ιμπραήμ με την τακτική στρατιά της Αιγύπτου, η δυσαναλογία των πολεμικών πόρων δεν ήταν στην ξηρά όσο δυσανάλογη φαίνεται από πρώτη άποψη.
Η Τουρκία έτσι όπως κατέληξε μετά τις μεταρρυθμίσεις που έκανε ο σουλτάνος Μαχμούτ από το 1826 και μάλιστα μετά την μεταρρύθμιση των στρατιωτικών δυνάμεων, καμιά εικόνα δεν μπορεί να μας δώσει για το πώς ήταν το 1821.
Όπως αναφέρει το news.gr, oι επίσημοι αριθμοί του Οθωμανικού στρατού ήταν 180.000 ιππείς, 220.000 πεζοί και 15.000 πυροβολητές. Είχε επίσης η Πύλη στις κύριες ελληνικές πόλεις πολλά φρούρια τα οποία εύκολα θα μπορούσε να τα κυριεύσει ένας τακτικός στρατός, όμως σε πρόχειρα πολεμικά στίφη θα μπορούσαν να προβάλλουν αξιόλογη αντίσταση.
Την Χαλκίδα, την Κάρυστο, την ακρόπολη στην Αθήνα, τον Ακροκόρινθο, το Ναύπλιο, τη Μονεμβάσια, την Πύλο, τη Μεθώνη, την Κορώνη, την ακρόπολη των Πατρών, την Τρίπολη, μερικές άλλες οχυρές θέσεις και τα φρούρια της Κρήτης.
Για να αρχίσουμε από τον κινητό στρατό, όλα τα χρόνια πριν από το 1821 η Πύλη ποτέ δεν κατόρθωσε να αντιπαρατάξει στους εχθρούς της περισσότερους από 10.000 άντρες. Είχε υποχρέωση να φυλάει τον Δούναβη, να επιβάλλει στην Περσία να κάνει ειρήνη, να συμπληρώσει την καταστροφή του Αλή και να συντηρεί λίγο πολύ τη δημόσια τάξη στο κράτος.
Αλλά και οι μισοί από αυτούς θα ήταν αρκετοί, εφόσον μάλιστα περιλαμβάνονταν μέσα σε αυτούς αρκετοί ονομαστοί κλέφτες και αρματολοί.
Οι αντίπαλοι άλλωστε εκείνο το χρονικό διάστημα ήσαν άτακτοι όπως και οι δικοί μας, είχαν τον ίδιο οπλισμό, τον ίδιο τρόπο να πολεμούν.
Πολλές φορές και πριν σε αναμετρήσεις που είχαν με τους μαχητές των βουνών, ιδιαίτερα της Ρούμελης, προτιμούσαν να εγκαταλείψουν τη μάχη.
Σημειώνουν βέβαια οι ακαδημαϊκοί στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, πως «δεν πρόκειται να παραστήσουμε λιγότερο αξιόλογες τις πολλές και φοβερές δυσκολίες με τις οποίες είχαν να παλέψουν οι πατεράδες μας. Είναι αναγκαίο ωστόσο να μην παρασυρόμαστε σε υπερβολές αν θέλουμε τελικά να μάθουμε τι πραγματικά και με ποιους όρους έγινε στην επανάσταση, για να διδαχτούμε έτσι τι μπορούμε να κάνουμε και στο μέλλον. Αν δεν πλανιόμαστε από τον εγωισμό μας και από την τάση μας να ακούμε παχιά λόγια, αν σπουδάζαμε με περισσότερη ακρίβεια την ιστορία των πατέρων μας δεν θα παρασυρόμαστε σε τέτοια ολέθρια αμαρτήματα και χωρίς σύνεση επιχειρήματα τα τελευταία 40 χρόνια».
Το 1821 οι Τούρκοι είχαν πολυάριθμο ιππικό και μεγάλο πυροβολικό. Οι Έλληνες για μεγάλο χρονικό διάστημα δεν είχαν πυροβόλα και μόνο προς το τέλος απέκτησαν ένα ισχνό ιππικό. Ως προς τις ικανότητες το πυροβολικό των Τούρκων ήταν πραγματικά μέτριο και όχι πολύ ανώτερο του μικρού σε αριθμούς που έφτιαξαν οι Έλληνες.
Το Οθωμανικό ιππικό που πραγματικά ήταν αξιόλογο, πολύ λίγο χρησίμευσε τελικά τόσο εξαιτίας του ορεινού αναγλύφου της χώρας αλλά και λόγο του τρόπου με τον οποίο πολεμούσαν οι Έλληνες.
Σε κάποιες περιπτώσεις δε το ιππικό τους έφερε σε πολύ δύσκολη θέση τους Τούρκους με κλασσική περίπτωση εκείνη του Δράμαλη που δεν μπορούσε στο τέλος να το συντηρήσει.
Τα φρούρια επίσης ήταν μεγάλο εμπόδιο αλλά δεν είχαν ούτε ικανές φρουρές, ούτε αρκετά πολεμοφόδια και τροφές.
Αυτή η έλλειψη τροφίμων δε κατέληξε πολλές φορές να είναι κρίσιμη για τα περισσότερα από αυτά καθώς οι Οθωμανοί της υπαίθρου τρέχοντας να κρυφτούν από την αρχή στα τείχη, έκαναν πολλά από αυτά να μην μπορούν εύκολα να διατηρηθούν.
Η Μονεμβασιά, το Ναυαρίνο, η Τρίπολη, η Ακροκόρινθος, η ακρόπολη της Αθήνας παραδόθηκαν λόγω έλλειψης τροφίμων.
Τα παραλιακά φρούρια που ήταν και τα περισσότερα μπορούσαν εύκολα να τροφοδοτηθούν από την θάλασσα.
αντιπερισπασμούς που αναφέραμε η Υψηλή Πύλη δεν έστειλε ποτέ εναντίον των Ελλήνων περισσότερους από το ένα τρίτο της πραγματικής της δύναμης.
Πραγματικά η μεγαλύτερη από τις εκστρατείες που επιχείρησε, η εκστρατεία του Δράμαλη, μόλις που περιλάμβανε 30.000 άντρες.
Η ναυτική δύναμη την οποία μπορούσε να μεταχειριστεί από την αρχή εναντίον της επανάστασης, υπήρξε ασύγκριτα μεγαλύτερη της πεζικής. Το 1821 υπήρχαν στους ναυστάθμους της Κωνσταντινούπολης, 4 τρίκροτα (ένα τρίκροτο διέθετε 110-120 πυροβόλα σε τρια καταστρώματα), 13 δίκροτα (ένα δίκροτο διέθετε 64 – 78 κανόνια πυροβόλα σε δύο καταστρώματα και πλήρωμα 600 – 700 άνδρες), 7 φρεγάτες (μια φρεγάτα διέθετε όσα πυροβόλα και το δίκροτο αλλά σε ένα ή δύο καταστρώματα), 5 δρόμωνες και μερικούς πάρωνες (Βρίκια) (πλοία με 6 έως 20 κανόνια σε ένα κατάστρωμα).
Εκτός από αυτά η Υψηλή Πύλη είχε στη διάθεσή της τις ναυτικές μοίρες της Αλγερίας, της Τύνιδας, της Τρίπολης και του Μεχμέτ Αλή πασά της Αιγύπτου.
Στην κολοσσιαία αυτή δύναμη οι Έλληνες δεν είχαν να αντιτάξουν παρά 120 με 150 πάρωνες που ήταν επί της ουσίας τα εμπορικά πλοία της Ύδρας, των Σπετσών και των Ψαρών, που τα είχαν τροποποιήσει ώστε να είναι κατάλληλα για πόλεμο και βέβαια ένα μικρό αλλά αδιευκρίνιστο αριθμό πυρπολικών που επέδρασαν περισσότερο ψυχολογικά.
Τα ελληνικά εμπορικά πλοία είχαν πολλές φορές παλέψει εναντίον των πειρατών της Αλγερίας δεν είχαν όμως ποτέ πολεμήσει ούτε ήταν δυνατό να πολεμήσουν από κοντά με τρίκροτα και δίκροτα. Έτσι η δυσαναλογία στη θάλασσα ήταν πραγματικά φοβερή.
Αξίζει βέβαια να αναφέρουμε πως οι Οθωμανικοί στόλοι έπαιρναν την μεγαλύτερη αξία τους από Έλληνες ναυτικούς που υπηρετούσαν σε αυτούς.
Όταν τους στερήθηκαν, βρέθηκαν σε μεγάλη αμηχανία και αναγκάστηκαν να ναυτολογήσουν από την περιοχή του Βοσπόρου και ξένους από Γενουάτες, Μελιταίους και Σκλαβούνους. Ο συνδυασμός αυτός είχε αποτέλεσμα να υπάρξουν μεγάλες καταστροφές.
Οι ναυτικές μοίρες της Τρίπολης και της Τύνιδας που είχαν πάντα δώσει δείγματα λαμπρής δεξιοτεχνίας και ανδρείας δεν έδειχναν μεγάλη προθυμία να βοηθήσουν την Πύλη, αντίθετα φαίνονταν πιο πρόθυμες να το αποφύγουν.
Αυτό συνέβη τα τρία πρώτα χρόνια της επανάστασης στο στόλο του Μεχμέτ Αλή. Το μέγεθος ωστόσο ήταν τέτοιο που η παράταξη εναντίον των ελληνικών στόλων προκαλούσε πάντα την απορία και το θαυμασμό των ανθρώπων που ήταν έμπειροι στην ναυτική τέχνη. Για αυτό και τα κατορθώματα των Ελλήνων στον αγώνα στην θάλασσα τιμήθηκαν πολύ περισσότερο από αυτά που έγιναν στην ξηρά.
Μετά την καταστροφή του Δράμαλη ο στρατός που μπήκε στην ανατολική και δυτική Ελλάδα με τον Μεχμέτ πασά και τον Ομέρ Βρυώνη δεν ήταν παραπάνω από 20.000 άντρες.
Τόσος περίπου ή λίγο περισσότερος ήταν και ο στρατός που είχε κινηθεί το 1823 από τη μια μεριά με τον Μουσταή της Σκόδρας και από την άλλη με τον Γιουσούφ Περκόφτζαλη.
Το 1824, ο Δερβίς πασάς οδηγούσε πολύ λιγότερους σχεδόν τους μισούς.
Δεν συγκρίνουμε με τους αριθμούς αυτούς τους 51.000 άντρες που είχε αποφασίσει να οπλίσει για την ξηρά η Ελληνική κυβέρνηση σύμφωνα με την έκθεση της επιτροπής της Β’ Εθνικής Συνέλευσης στο Άστρος.