«Γιατί, ενώ κακοποιήθηκα, την “πληρώνω” εγώ; Γιατί απομακρύνομαι από το σπίτι μου και πάω αλλού;». Τα ερωτήματα αυτά είναι μερικά από όσα καλούνται να απαντήσουν παιδοψυχίατροι σε ανήλικους που έχουν κακοποιηθεί και πηγαίνουν στις αρμόδιες υπηρεσίες, για να καταγγείλουν όσα έχουν περάσει.
«Αισθάνονται ότι… τιμωρούνται κατά κάποιον τρόπο, γιατί αλλάζει η ρουτίνα τους με την απομάκρυνσή τους», εξήγησε στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, η παιδοψυχίατρος στην Μονάδα Εφήβων του νοσοκομείου ΑΧΕΠΑ, Σπυριδούλα Κώτση, στο περιθώριο της ημερίδας, με θέμα «Kακοποίηση ΑμεΑ- Κακοποίηση Ανηλίκων», που συνδιοργάνωσαν το Γραφείο Περιφερειακού Συντονισμού Δομών Φιλοξενίας Βόρειας Ελλάδας και Ηπείρου και το Τμήμα Αντιμετώπισης Ρατσιστικής Βίας της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Θεσσαλονίκης.
Σύμφωνα με την κ. Κώτση, αν και τα παιδιά που έχουν κακοποιηθεί είναι απαραίτητο να συνεχίζουν την ψυχολογική θεραπεία, εντούτοις αυτό δεν γίνεται στη συντριπτική τους πλειονότητα, με αποτέλεσμα να παρουσιάζουν αργότερα διάφορα ψυχικά θέματα ή ροπή σε εξαρτήσεις.
«Δεν υπάρχουν πιο δύσκολες υποθέσεις κακοποίησης απ’ αυτές με ανήλικα, στις οποίες είναι επιπλέον δύσκολο να διαγνωσθεί η συναισθηματική κακοποίηση που επηρεάζει τον ψυχισμό του ατόμου», τόνισε από την πλευρά του, μιλώντας στην ημερίδα, ο επίκουρος καθηγητής στο Εργαστήριο Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας του Τμήματος Ιατρικής της Σχολής Επιστημών Υγείας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου (ΑΠΘ), Φώτιος Χατζηνικολάου.
«Η ενδοοικογενειακή βία είναι μία ιστορία παλιά όσο η ανθρωπότητα», ανέφερε η ομότιμη καθηγήτρια νομικής στο ΑΠΘ, Θεοφανώ Παπαζήση, θέτοντας ως παράδειγμα τον Κάιν και τον Άβελ και υπενθυμίζοντας ότι «η ενδοοικογενειακή βία είναι ένα αδίκημα που διώκεται αυτεπαγγέλτως». Για τις δυσκολίες στη διαχείριση των κακοποιημένων παιδιών μίλησε η αντιεισαγγελέας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, Δέσποινα Σωτηρίου, προτείνοντας και τη δημιουργία φορέα υπό την “ομπρέλα” του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικής Αλληλεγγύης (ΕΚΚΑ), που θα εποπτεύει τα ιδρύματα για τον αριθμό των κενών θέσεων.