Ήταν κάποτε μια εποχή, όχι πολύ μακριά από το σήμερα, που οι δρόμοι του Άργους Ορεστικού ευωδίαζαν από τη μυρωδιά του καβουρντισμένου στραγαλιού και τα αρώματα από τα φρέσκα λουκούμια.

Ήταν τότε που τα γλυκίσματα και οι πειρασμοί δεν ήταν πολλοί και βιομηχανοποιημένοι αλλά λίγοι και πολύτιμοι. Τότε που οι κάτοικοι, για να αντιμετωπίσουν το τσουχτερό κρύο, έφτιαχναν ζεστές βελέντζες από το μαλλί που έκοβαν από τα πρόβατα και για να ζήσουν πουλούσαν τα προϊόντα τους στο παζάρι της πόλης. Εκεί, μπορούσε κανείς να βρει και τα ξακουστά μαχαίρια που κατασκεύαζαν με ατσάλι που ταξίδευε από την Αυστροουγγαρία για να λιώσει στη φωτιά και να αποκτήσει σχήμα και μορφή.

Με αυτές τις γεύσεις και τις αναμνήσεις μεγάλωσαν τα παιδιά εκείνης της εποχής και το μόνο που απέμεινε σήμερα είναι η νοσταλγία και οι μνήμες των παιδικών χρόνων και όσα καταγράφει η ιστορία του τόπου καθώς τα παραδοσιακά επαγγέλματα του στραγαλά και του μαχαιρά φαίνεται να περνούν πια στο παρελθόν αφού έχουν χαθεί ακόμη και οι τελευταίοι εκπρόσωποί τους.

Αντίθετα, σταθερή στην παράδοση, η οικογένεια που κατασκεύαζε λουκούμια το 1895 φτιάχνει και σήμερα το γλυκό αυτό έδεσμα στο ίδιο καζάνι, όπως τότε, αλλά σε νέο εργαστήριο.
Τα λουκούμια του Άργους Ορεστικού

Όπως εξιστορεί στο ΑΜΠΕ ο οικονομολόγος Ευθύμης Ευθυμίου, με αφορμή την πραγματοποίηση σχετικής ημερίδας, στα τέλη του 19ου αιώνα,ο Αδάμ Τζώτζας βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη όπου μάθαινε την τέχνη του λουκουμιού στο μαγαζί ενός Τούρκου.

Εκεί έμαθε να λιώνει τη ζάχαρη με το νερό, να ανακατεύει τα αρώματα του λουκουμιού, μέσα στη ζέστη από το φούρνο με τα ξύλα. Ήταν δύσκολη δουλειά να πλάσει κάποιος το καυτό μείγμα που απλωνόταν στον πάγκο από μάρμαρο για να «δουλευτεί» σκληρά, να στεγνώσει και να πάρει σχήμα και μορφή.

Γυρνώντας στο Άργος Ορεστικό, ο Τζώτζας αποφάσισε να φτιάξει το δικό του εργαστήριο και γρήγορα ο κόσμος της περιοχής- και όχι μόνο -«αγκάλιασε» τα γλυκά παρασκευάσματα της οικογένειας που έγιναν γνωστά και σε άλλες περιοχές. Λουκούμια, καραμέλες, ζαχαροστράγαλα και γλυκά του κουταλιού έγιναν δημοφιλή και κυκλοφορούσαν πλέον ευρύτατα στα καταστήματα της περιοχής και το διάσημο παζάρι και πανηγύρι του τόπου.

Την οικογενειακή παράδοση ανέλαβε αργότερα να συνεχίσει ο γιος του Αδάμ Τζώτζα, Νίκος, που μεγέθυνε την επιχείρηση. Σημαντικό πλήγμα, ωστόσο, στην πρόοδο του επαγγέλματος επέφερε ο κλάδος της γουνοποιίας καθώς από τις αρχές του 1970, οπότε άρχισε να ανθεί, πολλοί ήταν εκείνοι που εγκατέλειπαν τις μέχρι τότε ασχολίες τους προς χάριν των υψηλών ημερομισθίων της γούνας.

Είναι χαρακτηριστικό ότι την εποχή εκείνη δέκα άνθρωποι που εργάζονταν στην επιχείρηση λουκουμιών προτίμησαν να την εγκαταλείψουν αφήνοντας πίσω τους τα καζάνια, τη ζέστη και τα καυτά λουκούμια αλλά και το εργαστήριο. Παρ’ όλα αυτά, τα λουκούμια «αντιστάθηκαν» στο χρόνο και η παραγωγή τους συνεχίζεται και σήμερα υπό τη διεύθυνση της κόρης του Νίκου Τζώτζα, Ευδοξίας Βλάχου.

Από το ρεβίθι στο στραγάλι

Στα τέλη της δεκαετίας του 1950, πολύ δημοφιλή έγιναν τα στραγάλια, τα φιστίκια και τα σπόρια. Πρώτη ύλη της στραγαλοποιίας που αναπτύχθηκε στο Άργος Ορεστικό ήταν τα ρεβίθια που, μετά το απαραίτητο τρίψιμο, κατέληγαν στο χειροποίητο καζάνι για να καβουρντιστούν και να καταλήξουν σε χάρτινα σακουλάκια, έτοιμα προς πώληση στο κοινό. Τα υπόλοιπα προϊόντα της στραγαλοποιίας, συσκευάζονταν και προωθούνταν στο εμπόριο ενώ γνωστή από αυτή τη δραστηριότητα έγινε η οικογενειακή επιχείρηση Πανταζή.

Βελεντζοποιία και ταπητουργία

Καταφθάνοντας στην περιοχή του Άργους Ορεστικού, στις αρχές του 1900, οι πληθυσμοί των βλάχων έφεραν μαζί τους και τις τέχνες τους που τους βοήθησαν να επιζήσουν κάτω από δύσκολες καιρικές συνθήκες και κοπιαστικά επαγγέλματα, όπως αυτό της κτηνοτροφίας.

«Έτσι έγινε γνωστή η τέχνη της κατασκευής της φλοκάτης και της βελέντζας από το μαλλί των προβάτων» επισημαίνει η σπουδάστρια του ΤΕΙ Δυτικής Μακεδονίας -Παράρτημα Καστοριάς Αιμιλία Μπεχλιούλη, η οποία πραγματοποιεί σχετική εργασία σε συνεργασία και με το δήμο Άργους Ορεστικού.

Για να φτιαχτεί το συγκεκριμένο προϊόν, που κρατούσε ζεστούς τους κτηνοτρόφους αλλά και τις οικογένειές τους μέσα στα σπίτια, η διαδικασία ήταν σύνθετη και περιλάμβανε τη λανάρα που μετέτρεπε το μαλλί σε κλωστή, τον αργαλειό που ύφαινε το προϊόν, το καζάνι για τη βαφή, τη νεροτριβή για το πλύσιμο και τις πρώτες ύλες που έδιναν το τελικό χρώμα (φύλλα καρυδιάς και καρυδότσουφλα για το καφέ, ρόδι για το μαύρο, φύλλα άσπρης μουριάς για το κίτρινο).
Σύμφωνα μάλιστα με τις συνεντεύξεις που κατάφερε να πάρει η κ. Μπεχλιούλη από ανθρώπους που ασχολήθηκαν με την εριουργία (ταπητουργία), κατά τον Χρήστο Αζέμη, ιδιοκτήτη εργοστασίου στο Άργος, οι παραγγελίες για φλοκάτες έφταναν στην περιοχή από κάθε σημείο στην Ελλάδα.

«Παραγγελίες υπήρχαν από τα Γιάννενα, την Έδεσσα, την Κοζάνη, τη Φλώρινα, τα Γρεβενά, ακόμη και από την Κρήτη και τη Μύκονο! Υπήρχαν ακόμη και άνθρωποι από την Αμερική που έκαναν παραγγελίες για δική τους χρήση ή για δώρο» ανέφερε ο κ. Αζέμης χαρακτηριστικά.

Πολύτιμες λεπτομέρειες για τον τρόπο παρασκευής και βαφής της φλοκάτης, κυρίως από τις γυναίκες των κτηνοτρόφων, έχει εντοπίσει η Κούλα Πλίτση που σήμερα βρίσκεται σε μεγάλη ηλικία και μέχρι πριν από λίγα χρόνια πουλούσε η ίδια, στο πανηγύρι του Άργους, τα προϊόντα που κατασκεύαζε.

Σήμερα, ανάμεσα στους ελάχιστους τελευταίους εκπροσώπους του παραδοσιακού αυτού επαγγέλματος βρίσκονται η κ. Στέλλα Λάλα και ο γιος της, που έχουν καταστήματα στο Άργος Ορεστικό και την Καστοριά και εμπορεύονται χαλιά, βελέντζες και είδη προικός.

Οι λόγοι της κάμψης του επαγγέλματος αναζητούνται στην υποτίμηση της δραχμής που προκαλούσε οικονομική ζημία στους ταπητουργούς λόγω της προμήθειας του μαλλιού από τη Νέα Ζηλανδία αλλά και στην άνθιση της επικερδέστερης γουνοποιίας που προσέλκυσε πολλούς εργαζόμενους, οι οποίοι μέχρι τότε ασχολούνταν με την κτηνοτροφία και τη βελεντζοποιία.

Μαχαιροποιία

Άρρηκτα συνδεδεμένη με τη παράδοση των βλάχων ήταν και η τέχνη της μαχαιροποιίας, όπως επισημαίνει χαρακτηριστικά στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η εκπαιδευτικός Μαρία Νένου. «Οι πρώτοι μαχαιράδες είχαν έρθει πριν από το 1900 και ήταν βλάχοι. Η τέχνη τους, όπως και η βελεντζοποιία, προέκυψε από τις ανάγκες της κτηνοτροφίας για τη σφαγή των προβάτων και την εκμετάλλευση του μαλλιού» αναφέρει η κ. Νένου.

Τα δε μαχαιράδικα του Άργους Ορεστικού, παρήγαγαν μικρούς και μεγάλους σουγιάδες, μαχαίρια και ψαλίδια. Τα προϊόντα αυτά ταξίδευαν κυρίως στη Θεσσαλονίκη και σε περιοχές της Θεσσαλίας ενώ αναφέρονται και εμπορικές αποστολές στην Αλβανία και την περιοχή του Μπίτολα, στη σημερινή ΠΓΔΜ.

Η πρώτη ύλη για τα μαχαίρια, το ατσάλι, έφτανε στη δυτική Μακεδονία από την τότε Αυστροουγγαρία. Οι τεχνίτες, με τη βοήθεια του φυσερού, έδιναν ένταση στη φωτιά, πυράκτωναν και έλιωναν το μέταλλο και το χτυπούσαν στο αμόνι με τη βοήθεια της λαβίδας και του σφυριού για να πάρει το σωστό σχήμα.

Στη συνέχεια, το τοποθετούσαν σε κρύο νερό και το περνούσαν στον τροχό για να διαμορφώσουν το κοφτερό σημείο του. Όσον αφορά τις λαβές, αυτές κατασκευάζονταν από κέρατα ζώων που οι τεχνίτες προμηθεύονταν από τους κτηνοτρόφους.

Τα κέρατα φυλάσσονταν σε τσουβάλια. μέσα σε φύλλα και φτέρες. για να μην τρίβονται μεταξύ τους και, όταν επρόκειτο να υποστούν επεξεργασία, «έμπαιναν» και αυτά στη φωτιά για να πάρουν το κατάλληλο σχήμα.
Στη συνέχεια, οι τεχνίτες ένωναν τη λαβή από κέρατο με τη λάμα και το προϊόν ήταν έτοιμο, εντυπωσιακό και προσοδοφόρο.

Οκτώ μεγάλες οικογενειακές επιχειρήσεις ασχολήθηκαν με τη μαχαιροποιία στο Άργος Ορεστικό ενώ η τελευταία από αυτές έκλεισε το 1993 υποχωρώντας στα νέα δεδομένα που επέφερε η βιομηχανοποίηση.
Καλλιέργειες καπνού, κτηνοτροφία, τσαγκαράδικα, ραφεία και τυπογραφεία

Το πλαίσιο των παραδοσιακών επαγγελμάτων στο Άργος Ορεστικό «συμπληρώνουν» οι καλλιέργειες καπνού, με τις οποίες ασχολήθηκαν οι πρόσφυγες, η εμπορία των κτηνοτροφικών προϊόντων υψηλής ποιότητας όπως το τυρί και το γάλα, η ανάπτυξη των καλλιεργειών του φασολιού και των μήλων, τα τσαγκαράδικα, από τα οποία έχουν παραμείνει σήμερα μόνο δύο -τρία, τα ραφεία και τα τυπογραφεία.

Ελάχιστοι μάρτυρες του παρελθόντος και της ιστορίας του τόπου έχουν πια απομείνει για να αναπολούν οι παλαιότεροι και να μαθαίνουν οι νεότεροι. «Μοναδική ελπίδα για να συγκεντρωθεί και να διατηρηθεί αυτή η γνώση αποτελεί πλέον η συνεργασία του δήμου με την εκπαίδευση. Και ποιος ξέρει; Μπορεί και πάλι κάποιος να ασχοληθεί με κάτι από τα παραπάνω στο μέλλον» καταλήγει η κ. Μπεχλιούλη.