«Δεν έχει ανάγκη αυτή τη στιγμή η κοινωνία μας από στείρο και τυφλό μίσος. Έχει ανάγκη από ανθρώπους που μέσα από συλλογικότητες θα μπορέσουν να προσφέρουν» υποστήριξε σε συνέντευξή του στο tvxs.gr ο συνθέτης, στιχουργός και τραγουδιστής, Αλκίνοος Ιωαννίδης, με αφορμή το τραγούδι «Πατρίδα».

Παρατίθεται μέρος της συνέντευξης του

-Πώς έχεις βιώσει την σημερινή ελληνική κρίση; Πώς την έχεις αντιληφθεί, δηλαδή, με τη δική σου ματιά;
«Βιώνουμε αυτή την κρίση εδώ και πολλά χρόνια. Σίγουρα υπάρχουν νέα δεδομένα, αλλά δεν είναι κεραυνός εν αιθρία. Είναι αποτέλεσμα χρόνιων ασθενειών. Βιώναμε τα συμπτώματά τους, κάποια τα συνηθίσαμε, για κάποια γκρινιάζαμε που και που, καμιά φορά κάναμε κάτι γι’ αυτά, καμιά φορά όχι… Ζήσαμε, και καλά ανύποπτοι, την πολυετή προετοιμασία της σημερινής κατάληξης.

Δεν προέκυψε ξαφνικά. Δεν αισθάνομαι, δηλαδή, ότι ζούσα σε μία υγιή χώρα, η οποία ξαφνικά αρρώστησε. Ίσα ίσα. Δεχτήκαμε τόσα πράγματα όλα αυτά τα χρόνια, τα οποία δεν μας άγγιζαν, ίσως, ή –έστω- νομίζαμε ότι δεν μας άγγιζαν προσωπικά. Επιτρέπαμε, για παράδειγμα, στις πόλεις μας, να μην είναι φιλικές προς τα άτομα με αναπηρία ή επιτρέπαμε στους εαυτούς μας και στους φίλους μας να ζουν χωρίς να νοιάζονται ουσιαστικά και έμπρακτα για τον διπλανό.

Δεχόμαστε όλοι, δεκατρία χρόνια μετά τον σεισμό του ’99, τα ορφανά παιδιά του Χατζηκυριάκειου να ζουν σε κοντέινερ, αφού οι ζημιές στο κτήριο δεν έχουν ακόμη επισκευαστεί. Μα, ποιο μέλλον αξίζει σε μια κοινωνία που έχει τα ορφανά παιδιά της σε κοντέινερ; Δεν ήταν καλά τα χρόνια που πέρασαν, κι ας μιλούν κάποιοι για τις “καλές εποχές”.

Ακόμα κι αν για κάποιους ήταν καλές όμως, δεν προετοιμαστήκαμε ούτε πνευματικά, ούτε πρακτικά, για τους δύσκολους καιρούς, που πάντοτε μπορούν να προκύψουν. Υπήρχε φτώχεια γύρω και μέσα μας, από την οποία είχαμε πάψει να συγκινούμαστε. Όσοι δεν ήμασταν φτωχοί, όσοι καλύπταμε κουτσά-στραβά τις πραγματικές ή υπερβολικές μας ανάγκες, δεν δίναμε δεκάρα για τον διπλανό.

Με άλλα λόγια, δεν ένιωσα ποτέ πως ζω σε μια χώρα που υπόσχεται κάτι καλό. Νομίζω ότι πολλοί αναμέναμε ότι θα έρχονταν εποχές, όπου θα μας σκέπαζε το πέπλο αυτής της σημερινής μιζέριας. Και είναι κρίμα να κινητοποιούμαστε – όσο κινητοποιούμαστε, έστω αυτό το λίγο – μόνο αφότου έχει αγγίξει αυτή η υπόθεση το πορτοφόλι μας».

-Οι βασικότερες αιτίες που μας έφεραν στην σημερινή κατάσταση, ποιες είναι νομίζεις;
«Είναι πολύ σύνθετο το θέμα και ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για να απαντήσει σε αυτό, αλλά νομίζω ότι αφεθήκαμε, ζήσαμε μέσα στην ηλιθιότητα για δεκαετίες, ξεχάσαμε τι είναι σημαντικό και τι όχι, κι αυτό είναι αρκετό.

Υπάρχουν σίγουρα και άλλοι παράγοντες, εξωγενείς, όπως σίγουρα υπάρχουν “καρχαρίες” έτοιμοι να καταπιούν ότι ευάλωτο βρουν στο δρόμο τους, αλλά το ίδιο σίγουρα, υπάρχει και μια ευθύνη στη μεριά του θύματος».

-Υπάρχει ευθύνη, πιστεύεις, στη μεριά του θύματος;
«Βέβαια υπάρχει ευθύνη. Κατ’ αρχήν, ευθύνη υπάρχει στο ότι ανεχτήκαμε αυτού του είδους την πολιτική τόσα χρόνια. Δηλαδή, αν είμαστε άβουλα όντα, τα οποία δεν έχουν καμία δύναμη και δεν μπορούν να καθορίσουν στο παραμικρό τις εξελίξεις, τότε ας το πάρουμε απόφαση κι ας ζήσουμε σαν δούλοι. Αλλά, αν δεν το δεχόμαστε αυτό, τότε σίγουρα έχουμε ευθύνη για όσα έχουν συμβεί».

-Με λίγα λόγια, δηλαδή, ο κάθε πολίτης δεν είναι μόνο για να πηγαίνει να ψηφίζει κάθε τέσσερα χρόνια;
«Ξέρεις, αυτό δεν είναι δημοκρατία, ακριβώς… Δημοκρατία είναι το να συμμετέχεις στα κοινά, κι αυτό να είναι μια σταθερή και αδιαπραγμάτευτη λειτουργία της ζωής. Να μπορείς να αυτό-οργανώνεσαι, να συμμετέχεις σε δράσεις, να έχεις ιδέες οι οποίες να μπορούν να εφαρμόζονται μέσα από μια διαδικασία συλλογική, να μπορείς να δεχτείς τη διαφορετικότητα του άλλου και να την αξιοποιήσεις, να καταφέρεις να συνεργαστείς με αυτόν που έχει άλλη άποψη από τη δική σου, να συνεννοηθείς με τον φίλο, με τον γείτονά σου, με τη γυναίκα σου, με τα παιδιά σου.

Στο τέλος να μπορείς να συνεννοηθείς με τον εαυτό σου… Κάτι που δεν είναι καθόλου αυτονόητο στις εποχές που ζούμε. Όλα αυτά είναι δημοκρατία. Δεν είναι η μεγάλη “χάρη” που μας κάνουν, να ψηφίζουμε κάθε τέσσερα χρόνια».

-Και ίσως το θεωρούν και κάποιοι, τρομερό γεγονός, το ότι ψηφίζουν κάθε τέσσερα χρόνια;
«Η αλήθεια είναι ότι μοιάζει να νομίζουν ότι μας κάνουν πολύ μεγάλη χάρη, να μας παραχωρούν αυτό το προνόμιο. Το οποίο, όμως, στις εποχές που ζούμε, ακόμα και αυτό, υπάρχουν άνθρωποι που το αμφισβητούν».

-Δηλαδή;
«Θέλω να πω, ότι υπάρχουν αρκετοί που λένε “Α, ρε, Παπαδόπουλε!” ή “μια χούντα μας χρειάζεται”, ως απάντηση στην σαπίλα που έφερε το… άλλο σύστημα, το δημοκρατικό».

-Ποιο θεωρείς το σημαντικότερο πρόβλημα, σήμερα, στην Ελλάδα;
«Η έλλειψη πολιτισμού. Αυτό είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα. Διότι, ακόμα και αν μας ρουφήξουν το αίμα, αν υπάρχει κάποια ελπίδα, μέσα σε όλη αυτή την ιστορία, δεν έρχεται ούτε από την πολιτική, ούτε από τους οικονομολόγους, ούτε από τους τραπεζίτες.

Αντίθετα, έρχεται από το επίπεδο του πολιτισμού των ανθρώπων που κατοικούν σε αυτόν τον τόπο. Γιατί, ακόμα και αν πάμε οικονομικά καλύτερα, για λόγους που δεν μπορώ να φανταστώ, τι νόημα θα έχει, αν παραμείνουμε πνευματικά στο επίπεδο των εποχών που μας έφεραν ως εδώ;

Κοιτούσαμε, χρόνια, υποτιμητικά τους ανατολικο-ευρωπαίους «υπηρέτες», κι ας ήξεραν εκατό ποιήματα απ’ έξω, κι ας είχαμε εμείς να διαβάσουμε ποίημα από το σχολείο.

Αυτό το πνευματικό επίπεδο, που μεταφράζεται σε ποιότητα σκέψης, πράξης και ζωής, που καθορίζει την ηθική και την αισθητική, που γίνεται πολιτικό με την πιο καθαρή έννοια της λέξης, κατάφεραν οι υπεύθυνοι, εδώ και δεκαετίες, να το κατεβάσουν πάρα πολύ. Και όταν λέω “υπεύθυνοι”, δεν εννοώ μόνο τους Υπουργούς Παιδείας.

Εννοώ και εμάς τους καλλιτέχνες, και αυτούς που ονομάζουμε «πνευματικούς ανθρώπους» και τα ραδιόφωνα και τις τηλεοράσεις και τα περιοδικά. Εννοώ, όλους τους ανθρώπους που υποτίθεται ότι ασχολούνται με αυτό που ονομάζουμε «πολιτισμό», είτε κάνουμε πράγματι πολιτισμό είτε νομίζουμε ότι κάνουμε. Και, μαζί, φταίει και η πλειοψηφία του «κοινού». Όλοι, έχουμε την ευθύνη μας σ’ αυτό».

-Το λες και ως ένας άνθρωπος του πολιτισμού, επώνυμος, με μεγαλύτερη ευθύνη;
«Όχι. Το λέω γιατί νοιάζομαι για τον τόπο μου. Νοιάζομαι για τους ανθρώπους μου. Για τα παιδιά μου, που μεγαλώνουν εδώ. Γι αυτό το λέω. Είναι εγωιστικό, προκειμένου να υποστηρίξουμε μια άποψή μας, να μπαίνουμε σε θέματα τα οποία ανάβουν φιτίλια σε εποχές που δεν τα αντέχουν».

-Και πώς πιστεύεις ότι μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τη σημερινή κατάσταση; Πιστεύεις π.χ. ότι είμαστε εκτός ελέγχου;
«Πιστεύω ότι έχουμε να ζήσουμε πολύ χειρότερα πράγματα. Είμαστε στην αρχή… Δεν θεωρώ, δηλαδή, ότι μαγικά, π.χ. σε δύο χρόνια, όλα θα γίνουν καλύτερα, κι ότι ο κάθε άνθρωπος που σήμερα έχει οργή και βία μέσα του και είναι έτοιμος να την διοχετεύσει οπουδήποτε ή να μισήσει οτιδήποτε του λένε πως αξίζει να μισηθεί, σε δύο χρόνια θα είναι ένας δημιουργικός άνθρωπος, που θα προχωράει πνευματικά και θα αναπτύσσεται. Δεν νομίζω, δηλαδή, ότι η ανάκαμψη θα έρθει τόσο εύκολα και τόσο γρήγορα. Δυστυχώς».

-Και τι νομίζεις ότι θα έπρεπε να κάνουμε;
«Εδώ και χρόνια πίστευα ότι ζούσαμε σε μια εποχή που δεν ευνοούσε την συλλογικότητα. Οι περισσότερες συλλογικότητες που είδα και που έζησα, μέσα στο μπερδεμένο, διασπασμένο, απρόσωπο, μεταπολιτευτικό τοπίο, παρά τις προσπάθειες και τις θυσίες πολλών, ήταν προβληματικές, ή αναποτελεσματικές, και άρα, χωρίς ουσιαστικό λόγο ύπαρξης.
Είχα λάθος, γιατί σήμερα υπάρχει μια προεργασία πολύτιμη. Πίστευα όμως, ότι η εποχή ήταν περισσότερο κατάλληλη για να μπορέσει ο καθένας να αναπτυχθεί προσωπικά, να μπορέσει ο καθένας να προχωρήσει σαν άνθρωπος, μέσα από μια προσωπική και ανένταχτη –όχι μόνο κομματικά- πορεία.

Τώρα βλέπω διάφορες συλλογικότητες να αρχίζουν να ανθούν γύρω, και αυτό με χαροποιεί. Και το αποτέλεσμα δεν είναι μόνο το έργο που παράγουν, π.χ. το αν θα φάνε φαγητό κάποιοι άστεγοι, ή αν θα πάρουν τα φάρμακά τους κάποιοι άνθρωποι που τα έχουν ανάγκη, ή αν θα υποστηριχθούν κάποιοι διωγμένοι από την κοινωνία, το οποίο είναι από μόνο του σπουδαίο. Αλλά είναι και το γεγονός, ότι διαμορφώνει τρόπο σκέψης και λειτουργίας, και χαρίζει την εμπειρία της έμπρακτης και δημιουργικής ένταξης στο σύνολο. Και αυτό είναι κάτι ανεκτίμητο.
Δεν μιλώ για την “φιλανθρωπία”. Μου είναι φρικτή σαν έννοια, αυτή η –συχνά δημόσια- εκ του ασφαλούς «προσφορά» μέρους του υπερ-περισσεύματος, για λόγους συνήθως αυτάρεσκους ή ύποπτους. Άσε που η ίδια η λέξη μπάζει νερό. Γιατί, για να είναι κανείς φιλόζωος, πρέπει ο ίδιος να μην είναι ζώο. Για να είναι φιλέλληνας, να μην είναι Έλληνας.
Δεν υπάρχει «φιλόζωο ζώο», ούτε “φιλέλληνας Έλληνας”.

Έτσι, ούτε και “φιλάνθρωπος άνθρωπος”. Οι φιλάνθρωποι, θέτουν εαυτούς εκτός του συνόλου των ανθρώπων. Γίνονται υπεράνω του ανθρώπου, κάτι σαν ημίθεοι. Το θέμα είναι να είσαι Άνθρωπος, όχι φιλάνθρωπος.
Μόνος του, ο κάθε ένας μας είναι τρελός και ελλιπής, και συνήθως ανίκανος, κι ας έχει τη μαγεία του ο μοναχικός δρόμος. Αλλά, μέσα από τη συλλογική δράση, κερδίζει το άτομο και μαζί όλη η κοινωνία. Υπάρχει μεγάλη ανάγκη στον καθένα μας σήμερα, να αισθανθεί ότι δεν είναι μόνος του, ότι λειτουργεί, παραμένοντας ελεύθερος, στα πλαίσια μιας συλλογικότητας, μιας ομάδας.
Αυτό λειτουργεί και ανάποδα: νέα παιδιά εντάσσονται σε ομάδες που το μόνο που τους ενώνει είναι το μίσος προς κάποιους άλλους. Κι αυτό είναι μια ένταξη, μια συντροφικότητα. Δεν είναι όμως μια δημιουργική διαδικασία, δεν λύνει προβλήματα, δημιουργεί καινούργια.
Δεν έχει ανάγκη αυτή τη στιγμή η κοινωνία μας από στείρο και τυφλό μίσος. Έχει ανάγκη από ανθρώπους που μέσα από συλλογικότητες θα μπορέσουν να προσφέρουν.

-Πατρίδα τι είναι για σένα;
«Η νοσταλγία. Αυτό είναι. Δεν υπάρχει κάτι άλλο στο οποίο να επιστρέφω τόσο συχνά. Όχι με τη ρομαντική της έννοια, αλλά με αυτή που σου σκίζει τα σωθικά, που σου φανερώνει ξανά το αληθινό σου πρόσωπο – το πρόσωπο που η ροή της καθημερινότητας σε κάνει να ξεχνάς – πριν σε εκσφενδονίσει πάλι μπροστά. Ο τόπος, το χώμα του, το φως του και οι άνθρωποι που με καθόρισαν. Η νοσταλγία είναι η πατρίδα μου. Και τα παιδιά μου. Η μνήμη και η υπόσχεση».

Οι στίχοι του τραγουδιού

Πατρίδα
Toυ Αλκίνοου Ιωαννίδη
(από τον δίσκο: Νεροποντή, 2009)
Λοιπόν,
αγρίεψε ο κόσμος σαν καζάνι που βράζει
σαν το αίμα που στάζει, σαν ιδρώτας θολός
Πότε πότε γελάμε, πότε κάνουμε χάζι
και στα γέλια μας μοιάζει να γλυκαίνει ο καιρός.
Μα όταν κοιτάζω τις νύχτες τις ειδήσεις να τρέχουν
ξέρω ότι δεν έχουν νέα για να μου πουν
Ήμουν εγώ στη φωτιά, ήμουν εγώ η φωτιά
είδα το τέλος με τα μάτια ανοιχτά.
Είδα τον πόλεμο φάτσα, τη «φυλή» και τη «ράτσα»
προδομένη από μέσα, απ’ τους πιο πατριώτες
Να χουν τη μάνα μου αιχμάλωτη με τ όπλο στο στόμα
Τα παιδιά τους στολίζουν σήμερα τη Βουλή.
Κάτω από ένα τραπέζι το θυμάμαι σαν τώρα
με μια κούπα σταφύλι στου βομβαρδισμού την ώρα
είδα αλεξίπτωτα χίλια στον ουρανό σαν λεκέδες
Μου μιλούσε ο πατέρας μου να μη φοβηθώ.
«Κοίταξε τι ωραία που πέφτουν!
Τι ωραία που πέφτουν…»
Είδα γονείς ορφανούς, ο ένας παππούς απ τη Σμύρνη
στη Δράμα πρόσφυγας πήγε να βρει βουλγάρικη σφαίρα
κι ο άλλος, Κύπριος φυγάς στο μαύρο τότε Λονδίνο
στα εικοσιεπτά του στα δύο τον κόψανε οι Ναζί.
Είδα μισή Λευκωσία, βουλιαγμένη Σερβία
στο Βελιγράδι ένα φάντασμα σ’ άδειο ξενοδοχείο
Αμερικάνικες βόμβες και εγώ να κοιμάμαι
αύριο θα τραγουδάμε στης πλατείας τη γιορτή.
Είδα κομμάτια το κρέας μες στα μπάζα μιας πόλης
είδα τα χέρια, τα πόδια πεταμένα στη γη
Είδα να τρέχουν στο δρόμο με τα παιδιά τους στον ώμο
κι εγώ τουρίστας με βίντεο και φωτογραφική.
Εδώ στην άσχημη πόλη που απ’ την ανάγκη κρατιέται
ένας λαός ρημαγμένος μετάλλια ντόπας ζητάει
Ολυμπιάδες κι η χώρα ένα γραφείο τελετών
θα σου ζητήσω συγγνώμη που σε μεγάλωσα εδώ.
Τους είχα δει να γελάνε οι μπάτσοι κι απ την Ομόνοια
να πετάν δακρυγόνα στο πυροσβεστικό
Στο παράθυρο εικόνισμα, άνθρωποι σαν λαμπάδες
και τα κανάλια αλλού να γυρνούν το φακό.
Και είδα ξεριζωμένους να περνούν τη Γραμμή
για μια πόρνη φτηνή ή για καζίνο και πούρα
Έτσι κι αλλιώς μπερδεμένη η πίστη μας η καημένη
ο Σολωμός με Armani και την καρδιά ανοιχτή.
Δεν θέλω ο εαυτός μου να ‘ναι τόπος δικός μου
Ξέρω πως όλα αν μου μοιάζαν θα ταν αγέννητη η γη
Δε με τρομάζει το τέρας, ούτε κι ο άγγελός μου
ούτε το τέλος του κόσμου, με τρομάζεις εσύ.
Με τρομάζεις ακόμα, οπαδέ της ομάδας
του κόμματος σκύλε, της οργάνωσης μάγκα
διερμηνέα του Θεού, ρασοφόρε γκουρού
τσολιαδάκι φτιαγμένο, προσκοπάκι χαμένο
Προσεύχεσαι και σκοτώνεις, τραυλίζεις ύμνους οργής
έχεις πατρίδα το φόβο, γυρεύεις να βρεις γονείς
μισείς τον μέσα σου ξένο κι όχι, δεν καταλαβαίνω
δεν ξέρω πού πατώ και πού πηγαίνω.