Η λογοκρισία γενικά, αλλά και ειδικά στο θέατρο, ήταν στην ημερήσια διάταξη κατά τη διάρκεια της χούντας των συνταγματαρχών. Από την αρχή της επιβολής της, ωστόσο, οι θεατράνθρωποι δεν έκατσαν με σταυρωμένα τα χέρια. Κινητοποιήθηκαν πολλαπλώς, είτε βρίσκοντας τρόπους για να περάσουν αντιχουντικά μηνύματα και να επικοινωνήσουν με τον κόσμο είτε, όταν έφτασαν οι μέρες της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, να βοηθήσουν έμπρακτα τους φοιτητές προσφέροντάς τους τρόφιμα και φάρμακα, αλλά και οργανώνοντας κάτι ακόμα μεγαλύτερο, μια απεργία συμπαράστασης.
«Ήταν ημέρες δύσκολες, αλλά και ηρωικές», θυμούνται ο Κώστας Καζάκος και ο Στέφανος Ληναίος οι οποίοι μίλησαν στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Το ΑΠΕ-ΜΠΕ απευθύνθηκε στους δυο ηθοποιούς -και θιασάρχες της περιόδου-, οι οποίοι μοιράστηκαν τις δυνατές εμπειρίες τους από τα γεγονότα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, αλλά και γενικά από όλη την Επταετία που κυριαρχούσε η λογοκρισία.
Ο πρώτος, μεταξύ άλλων, σημάδεψε το θέατρο και τα γεγονότα της περιόδου, όταν με την αείμνηστη Τζένη Καρέζη και το θίασό τους ανέβασαν, λίγους μήνες πριν, αλλά και μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου, τη θρυλική παράσταση του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Το μεγάλο μας τσίρκο». Ο Στ. Ληναίος, που μαζί με τη σύζυγό του Έλλη Φωτίου αντέδρασαν αυτομάτως με την επιβολή της χούντας, αισθάνθηκαν επίσης την καταπίεση, όταν τα έργα που ανέβαζαν, μεταξύ των οποίων «Οι κλειδοκράτορες» του Μίλαν Κούντερα, απαγορεύτηκαν από την επιτροπή λογοκρισίας της χούντας.
Το ΑΠΕ-ΜΠΕ μίλησε και με τον Λάκη Λαζόπουλο, ο οποίος μπορεί τις ημέρες του Πολυτεχνείου να ήταν έφηβος ήταν όμως τα γεγονότα και η παράσταση το «Μεγάλο μας Τσίρκο» που τον οδήγησαν στο θέατρο.
Κώστας Καζάκος: «Όλο το θέατρο, ανεξαρτήτως παρατάξεων, έψαχνε, να βρει τρόπους να επικοινωνήσει με τον κόσμο»
«Το θέατρο πάντα κινητοποιείται όταν φιμώνεται. Είναι επίκαιρη τέχνη, δεν είναι όπως η ζωγραφική, η ποίηση ή η μουσική. Ψάχνει να βρει τρόπους να επικοινωνήσει με τον κόσμο επάνω στα ζωντανά προβλήματα που ζει ο τόπος εκείνη την ώρα και παρεμβαίνει», δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο γνωστός ηθοποιός και συνεχίζει: «Την περίοδο της δικτατορίας, δημιουργήθηκαν οργανώσεις, κινήματα… Όλο το θέατρο, ανεξαρτήτως παρατάξεων σχεδόν, έψαχνε, προς τιμήν του, να βρει τρόπους να επικοινωνήσει με τον κόσμο. Άρχισαν να βρίσκουν έργα κάποιων προοδευτικών συγγραφέων, άλλαζαν τίτλους, όπως συνέβαινε και στην Κατοχή. Τότε, ήθελε να ανεβάσει ο Κουν ένα αμερικάνικο έργο και δεν το πέρναγε η λογοκρισία στην Κομαντατούρα επειδή ήταν αμερικάνικο. Έβαζαν ένα ισπανικό όνομα, επειδή στην Ισπανία ήταν φασισμός, ο Φράνκο, και το πέρναγαν. Γίνονταν τέτοια κόλπα».
Τα κόλπα αυτά γενικεύτηκαν την εποχή της χούντας. Και ο κ. Καζάκος έχει πολλές ιστορίες να αφηγηθεί ως προς αυτά:
«Μια φορά, το 1969, ανεβάσαμε μια γαλλική κωμωδία, το “Κυρία δεν με μέλλει” του Σαρντού, που αναφέρεται στα χρόνια της Γαλλικής Επανάστασης και εξελίσσεται στα σαλόνια του Ναπολέοντα. Είναι μια καταπληκτική κωμωδία κι ένας από τους καλύτερους ρόλους που είχε παίξει η Τζένη. Μας έδωσε την ευκαιρία λοιπόν εκτός έργου -αυτές ήταν οι πονηριές- και φτιάξαμε στο Θέατρο Διάνα, στην Ιπποκράτους, μια αυλαία ολόκληρη, που ζωγραφίσαμε με τον σκηνογράφο Γιάννη Καρύδη, και βάλαμε πάνω τη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου της Γαλλικής Επανάστασης. Μέχρι να αρχίσει το έργο, μια ώρα τουλάχιστον, η αυλαία έκανε τη δική της παράσταση. Ξεσηκωνόταν ο κόσμος, ήταν τρομερές οι αντιδράσεις. Οι άνθρωποι έπιαναν αμέσως το υπονοούμενο. Το έργο ήταν μια πολύ ωραία κωμωδία αλλά δεν είχε καμία σχέση με τα δικά μας. Έγιναν τότε προσπάθειες από το υπουργείο Τύπου για να το κατεβάσουμε. Μας έλεγαν “κατεβάστε την αυλαία, θα κλείσουμε το θέατρο “. Κι εγώ τους έλεγα, “Τι; Θα λογοκρίνουμε τη Γαλλική Επανάσταση, η οποία έφερε την αστική τάξη στην εξουσία; “. Ήρθαν δυο – τρεις φορές, δεν κάναμε τίποτα εμείς. Χαμός γινόταν».
Μετά ήρθε ένα άλλο έργο. «Ήταν γύρω στο 1970. Ο Καμπανέλλης προσπαθούσε να γράψει ένα έργο γι’ αυτά που συνέβαιναν. Βρήκαμε μια ιδέα, μετά από πολλά ξενύχτια που τραβήξαμε τότε. Ήταν σαν να είμαστε μια παράνομη οργάνωση. Έπεσε λοιπόν η ιδέα να γράψει ένα έργο για την Ασπασία και τον Περικλή, με σκοπό να ακουστεί από τη σκηνή ο Επιτάφιος του Θουκυδίδη, που εκφώνησε ο Περικλής για τα θύματα του Πελοποννησιακού Πολέμου. Ένα συγκλονιστικό κείμενο, να σου σηκώνεται η τρίχα. Το φτιάξαμε, ήταν ατελές, δεν το θεωρούσε έργο ο Καμπανέλλης, δεν το έχει περιλάβει ούτε στα άπαντά του. Μεγάλη παράσταση, πολύς κόσμος, αλλά όταν ακούγανε τον Επιτάφιο επί σκηνής, γινόταν χαμός από κάτω. Ο κόσμος ερχόταν να ακούσει το κείμενο αυτό. Επικοινωνήσαμε δηλαδή μαζί του, με αυτόν τον τρόπο. Βέβαια, δεχόμασταν αφόρητες πιέσεις, όλο μας καλούσαν στην ΚΥΠ στην Μπουμπουλίνας. Τους λέγαμε, “τι να κόψουμε; τον Περικλή; ” Ήμασταν καλυμμένοι πίσω από τον Περικλή και τον Θουκυδίδη», διηγείται στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο ηθοποιός.
«Το μεγάλο μας τσίρκο»
Η συζήτηση συνεχίζεται για την παράσταση που άφησε εποχή. «Το 1972, λοιπόν, ωρίμασαν τα πράγματα και έπεσε η ιδέα να φτιάξουμε ένα σπονδυλωτό έργο, που να είναι ένα πανόραμα της ελληνικής ιστορίας. Ο Καμπανέλλης σκέφτηκε ότι η Ελλάδα είναι σαν τον Κρόνο που έτρωγε τα παιδιά του. Και απάνω εκεί, κουβέντα στην κουβέντα, ξεκίνησε να γράφει ένα σπονδυλωτό, ιστορικό έργο, σε επεισόδια, ξεκινώντας από τους Μακεδόνες και τον Φίλιππο και φτάνοντας ως την Κατοχή», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και συνεχίζει…
…»Έγραφε πέντε επεισόδια, τα πήγαινα στη λογοκρισία, μου άφηναν μισό. Έγραφε 10 επεισόδια, τα πήγαινα, μου άφηναν δύο. Τα άλλα τα πέταγαν. Κι έπρεπε να φτιάξουμε 10-12 επεισόδια για να μπορέσουμε να έχουμε ένα έργο. Είχαμε πάρει ένα τεράστιο θέατρο τότε για την παράσταση, το Αθήναιον στην Πατησίων, απέναντι από το Μουσείο, που χώραγε 1.500 ανθρώπους. Τελικά καταφέραμε και μαζέψαμε κάποια επεισόδια. Αυτοί τα έβλεπαν λίγα – λίγα, δεν είχαν πιάσει πού πάει το πράγμα. Στο τέλος όμως “είδαν” την πονηριά και, είπαν, “θα μας φέρετε όλα τα επεισόδια που έχετε επιλέξει για να το δούμε ως έργο “. Εκεί, είπαμε, μπλέξαμε. Πιάσαμε λοιπόν και ανακατέψαμε τα επεισόδια. Τα πήγα στη λογοκρισία στη Ζαλοκώστα, που ήταν το υπουργείο Τύπου. Και τα πήγα χρονικά ανακατεμένα. Δεν καταλάβαινες τίποτα. Εκεί, είχαν κι έναν θεατρικό συγγραφέα -συγγραφέας δηλαδή δεν υπήρξε ποτέ, αλλά έγραφε έργα. Και μου λέει, όταν μου δώσανε πίσω το κείμενο, “τι μ***ς έγραψε ο Καμπανέλλης, θα καταστραφείτε. Το έργο δεν λέει τίποτα “. “Τι να κάνουμε”, του λέω, “δεν έχουμε άλλη λύση, θα κοιτάξουμε να το σουλουπώσουμε όσο μπορέσουμε “. “Έλα ρε παιδί μου “, μου λέει, “έχω 30 έργα στο σπίτι να σου δώσω ένα να κάνεις ουρές!”».
»Τελικά, φτιάξαμε τον θίασο -ήταν ο Παπαγιαννόπουλος, ο Ξυλούρης, ο Ξαρχάκος με την ορχήστρα, 10 άριστοι οργανοπαίκτες, κι άλλοι 42 ηθοποιοί, συνολικά 54 άνθρωποι!- κι αρχίσαμε τις πρόβες. Και στο τέλος, όταν είχαμε αναγγείλει την πρεμιέρα γύρω στις 20 Ιουνίου 1973, με πήραν τηλέφωνο από τη λογοκρισία και μας είπαν ότι για να πάρετε την άδεια, θα πρέπει να έρθει να δει τη γενική δοκιμή όλη η επιτροπή. “Τώρα”, είπαμε, “θα πάμε φυλακή”. Θα το κλείσουμε το έργο. Ήταν και μεγάλο. Σκεφτόμασταν τι θα μπορούσαμε να κάνουμε και αποφασίσαμε να παίξουμε το έργο σαν να είμαστε όλοι κακοί ηθοποιοί. Ηθοποιοί που δεν καταλαβαίνουν τι τους γίνεται. “Θα το πάμε φυσέκι”, είπαμε. “Κρατά 3 ώρες; Εμείς θα το παίξουμε σε μιάμιση ώρα. Θα κάνουμε μια ταχύτατη ανάγνωση του έργου. Ούτε αστεία ούτε παύσεις ούτε υπονοούμενα, όλα θα τα ισοπεδώσουμε”. Κάναμε μια δοκιμή, το φτιάξαμε το πράγμα, έρχεται η επιτροπή, και παίξαμε έτσι που δεν καταλάβαινες πραγματικά τίποτα. Είχαμε πεθάνει στο γέλιο, δεν έχουμε περάσει έτσι ποτέ στα καμαρίνια. Λοιπόν στο τέλος μας έδωσαν συλλυπητήρια, “είναι καταστροφή το έργο” μάς είπαν κι έφυγαν. Αφού μάλωσαν και τον Νόνιο Παπαγιαννόπουλο, “μα είσαι εσύ παλιός ηθοποιός; Δεν προφύλαξες τα παιδιά; Τι είναι αυτό που παίζετε;”. Και έφυγαν.
»Και την άλλη μέρα με το κοινό, ενώ είχαμε την παράσταση να κρατά περίπου 2,5 ώρες, έφτασε τις 4 ώρες. Γιατί δεν μας άφηναν να μιλήσουμε από τις εκρήξεις, τα χειροκροτήματα, το γέλιο, τις παρεμβάσεις τους. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι, η επιτυχία που είχε το “Το Μεγάλο μας τσίρκο”, η απήχηση που είχε στον κόσμο, δεν οφειλόταν στο ότι ήταν το μέγα καλλιτεχνικό γεγονός, αλλά στο ότι ο κόσμος έφερνε στο θέατρο το ‘τσίρκο’ από το σπίτι του. Ήταν η ανάγκη του κόσμου τέτοια, να εκφράσει τα αντιχουντικά του αισθήματα, που το παραμικρό, η ανάσα, η παύση, γίνονταν εκρηκτικά. Δηλαδή, το μεγαλύτερο μέρος της επιτυχίας του έργου, το κουβάλαγε ο κόσμος στο θέατρο. Έφτασαν να γίνονται εκδηλώσεις, που έλεγες ότι όταν θα τελειώσει η παράσταση, θα βγούμε στον δρόμο με τα λάβαρα και θα καταλάβουμε την εξουσία».
Απεργία συμπαράστασης
«Τις ημέρες του Πολυτεχνείου, παίζανε τα θέατρα», θυμάται ο κ. Καζάκος. «Ήταν η περίοδος που είχαμε πάρει το Ακροπόλ στην Ιπποκράτους για να συνεχίσουμε τις παραστάσεις. Ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος είχε τότε το θέατρο Πορεία, που είναι στην οδό Τρικόρφων, και είχε εγκαταστήσει εκεί έναν θίασο σάτιρας. Μαζευόμασταν νύχτα όλοι οι ηθοποιοί και οι πρωταγωνιστές της επιθεώρησης. Υπήρχε καταπληκτική σύμπνοια. Ετοιμάζαμε, ειδικά για εκείνη την Παρασκευή, που μπήκε μέσα στο Πολυτεχνείο το ερπυστριοφόρο, να εξαγγείλουμε μια απεργία των θεάτρων για συμπαράσταση στους φοιτητές του Πολυτεχνείου όπου είχε γίνει κατάληψη. Αποφασίσαμε, δηλαδή, την Παρασκευή να κλείσουν τα θέατρα.
»Δεν ξέραμε ότι θα μπει το τανκς εκείνη την ημέρα. Έκλεισαν τα θέατρα κάναμε συσκέψεις, δεν έμαθε κανείς τίποτα. Ξέρανε πώς κάτι μαγειρεύουμε εκεί, αλλά δεν άνοιξε στόμα κανένας. Και ήταν μέσα και ακροδεξιοί ηθοποιοί και κεντρώοι, όλων των παρατάξεων. Δεν μίλησε κανείς. Προς τιμήν του θεάτρου μας. Την Παρασκευή βέβαια, όλος ο θίασος γυρίζαμε στη Στουρνάρη, στην Πατησίων, μπαίναμε μέσα στην αυλή, τραγούδαγε ο Ξυλούρης το “Πότε θα κάνει ξαστεριά”, σου σηκωνόταν η τρίχα. Τρόφιμα, χρήματα, ό,τι μπορούσε ο κόσμος βόηθαγε τους ανθρώπους, τους φοιτητές… Και την Παρασκευή που ήταν να κάνουμε την απεργία, μπήκε ο Ντερτιλής με το ερπυστριοφόρο και γκρέμισε την πόρτα με τα παιδιά πάνω και τα τσάκισε…».
Στέφανος Ληναίος: «Η γενιά εκείνη τα έκανε όλα, και μέσα σε αυτούς κι εμείς»
Ο Στέφανος Ληναίος και η σύζυγός του, Έλλη Φωτίου, με τα διαβατήριά τους που έφεραν το πραγματικό επώνυμό τους, κ. Μυτιληναίος και κ. Μυτιληναίου, αυτοεξορίζονται τον Αύγουστο του 1967, λίγο μετά την επιβολή της δικτατορίας. «Γυρίσαμε όλα τα Πανεπιστήμια, τάχα ότι δίναμε ένα ρεσιτάλ ποίησης για την ελευθερία, από τον Όμηρο ως τον Σεφέρη και τον Ρίτσο, αλλά όταν τελείωνε το αφιέρωμα μιλάγαμε στους φοιτητές για την κατάσταση στην Ελλάδα», λέει ο ηθοποιός στο ΑΠΕ-ΜΠΕ. Τρία χρόνια αργότερα επιστρέφουν και φτιάχνουν πρώτα το Θέατρο ΟΡΒΟ με έναν και μόνο στόχο: Να προσπαθήσουν να ανεβάσουν κάποια έργα που θα μιλούσαν με έμμεσο τρόπο για τα τεκταινόμενα, έτσι ώστε να αποφύγουν τις απαγορεύσεις. Κάτι που, φυσικά, δεν μπόρεσαν να αποφύγουν.
Απαγορεύσεις επί απαγορεύσεων
«Στον πρώτο αυτό χρόνο, από τον Οκτώβριο ως και τον Μάρτιο 1970 με 1971, ανεβάσαμε τρία έργα, εκ των οποίων το “Επικίνδυνο φορτίο” του Μουρσελά και το “Λεωφορείο” του Ζακόπουλου τα απαγόρευσαν. Και στη δεύτερη σκηνή, την οποία είχε αναλάβει ο Γιώργος Μιχαηλίδης, παρουσιάσαμε ένα έργο με τον τίτλο “Αυτοψία”, το οποίο ήταν σαφώς αντιδικτατορικό, αλλά μ’ έναν δικό μας τρόπο: Κάποιος ηθοποιός διάβαζε ένα κείμενο που έλεγε ότι η Τέχνη είναι για την Τέχνη, η οποία ενδιαφέρει μόνον αυτούς που την καταλαβαίνουν και τέτοια πράγματα, και την ίδια ώρα εμείς μέσα σ’ ένα κελί ήμασταν δεμένοι με γάζες, όπως ήταν ο γύψος του Παπαδόπουλου εκείνη την εποχή», διηγείται στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Ληναίος και συνεχίζει…
…»Και σε όλη τη διάρκεια της παράστασης βγάζαμε τις γάζες, ενώ την ίδια στιγμή ο ηθοποιός έλεγε ότι η Τέχνη δεν πρέπει να ασχολείται με τα κοινωνικά κλπ. Και όταν βγάζαμε και την τελευταία γάζα, υψώναμε τα χέρια και βγάζαμε μια κραυγή. Τρεις μέρες κράτησε το έργο, και μετά το απαγορεύσανε. Στο “Λεωφορείο”, στο τέλος του έργου, δείχναμε με το δάχτυλο τον κόσμο και τους λέγαμε “σας πήρανε ό,τι δικό σας είχατε, μπορείτε να το ξαναπάρετε, διεκδικήστε το”. Το απαγόρευσαν κι αυτό».
Ακολούθησαν, όμως, κι άλλες απαγορεύσεις, όπως λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ. «Στο Θέατρο Άλφα πηγαίνουμε το 1970. Εκεί ανεβάζουμε το “Καληνύχτα Μαργαρίτα”. Το παίζουμε τον πρώτο χρόνο, μετά μας το απαγορεύουνε. Έπειτα, τον Οκτώβριο του 1973, ανεβάζουμε τους “Κλειδοκράτορες” του Μίλαν Κούντερα. Στις 17 Νοεμβρίου του 1973 γίνεται το Πολυτεχνείο. Μας το απαγορεύουν και, ταυτόχρονα, μας κόβουν από την τηλεόραση μια εκπομπή, την οποία μας είχαν επιτρέψει για ένα διάστημα. Εν συνεχεία, μόλις έγινε το Πολυτεχνείο, μετά τις απαγορεύσεις και τις φοβερές ανακρίσεις του μακαρίτη πια, περιβόητου Μάλλιου, μας απαγορεύσανε και τις συζητήσεις που κάναμε με βάση το έργο κάθε Παρασκευή, μετά την παράσταση. Έμεναν, δηλαδή, οι θεατές στην πλατεία και συζητούσαμε τάχα για την αισθητική και τα προβλήματα του έργου, αλλά προχωρούσαμε πολύ πιο βαθιά.
Απειλές και χαφιέδες
Ο κ. Ληναίος θυμάται κι άλλα περιστατικά από τις δύσκολες εκείνες εποχές και τα αφηγείται στο ΑΠΕ-ΜΠΕ. «Θυμάμαι όταν με κάλεσε ο Μάλλιος και με απείλησε. Του είπα “ελάτε να δείτε μια μέρα”. “Όχι, δεν θα ξανακάνεις συζητήσεις”, έλεγε. Επέμενα, “μα ελάτε να δείτε”. “Νομίζεις ότι δεν έχουμε έρθει; “, μου είπε. Θυμάμαι ότι με απείλησε πως “άμα το ξανακάνεις, θα σε στείλω στο Λονδίνο”. Και εγώ του λέω, “Λονδίνο δεν ξαναπάω, προτιμώ να με στείλετε στα Γιούρα”. Είχαμε ένα χιούμορ, μια αίσθηση περίεργη, δεν μπορώ να καταλάβω πού το βρίσκαμε αυτό το κουράγιο. Έτσι περάσαμε κάποιες ηρωικές εποχές, αλλά την εποχή εκείνη καταλαβαίνετε πόσο μας στοίχισε από κάθε πλευρά».
Η συζήτηση περιστρέφεται και στις ημέρες της εξέγερσης, αλλά και λίγο πριν. «Όταν το 1973 έγινε η εξέγερση, εμείς, η Αλάμπρα και το Βεάκη απέναντι, είμαστε από τα θέατρα όπου ο κόσμος πήγαινε μέσα για να κρυφτεί. Εμείς, όμως, είχαμε ξαναζήσει νωρίτερα αυτή την ιστορία. Πριν μερικούς μήνες, είχε γίνει η περίφημη εξέγερση στην ταράτσα της Νομικής, διεκδικώντας τη μη στράτευση. Διότι τι έκανε η Χούντα; Στράτευε τους φοιτητές, άσχετα με το αν είχαν τελειώσει ή όχι τις σπουδές τους. Έτσι, εκείνοι ανέβηκαν στην ταράτσα της Νομικής και φώναζαν. Έγιναν συλλήψεις, ιστορίες ολόκληρες.
»Έρχονταν, λοιπόν, τα παιδιά της Νομικής, με επικεφαλής την Ιωάννα Καρυστιάνη, στο θέατρο και με ρωτούσαν: “Μπορούμε να κάνουμε στο θέατρο Άλφα μια συζήτηση”; Και λέω εγώ “ναι”, παρόλο που ήξερα τον κίνδυνο. Όμως είχαμε μάθει τα μυστικά της παρανομίας. Βάλαμε έναν διαχειριστή του θεάτρου να φαίνεται ως επιχειρηματίας κι αυτός νοίκιασε το θέατρο για εκείνη την ημέρα, όχι εγώ. Τουλάχιστον έτσι δεν θα πήγαινα φυλακή. Κι έγινε η συγκέντρωση, μαζεύτηκε κόσμος πολύς, που έφτανε ως έξω την Πατησίων.
»Τις ημέρες του Πολυτεχνείου, από την Τετάρτη που μπήκανε οι φοιτητές μέσα, ως την Πέμπτη και την Παρασκευή που εξοντώθηκαν τα παιδιά, είχαμε συνεχείς επαφές στο φουαγέ του θεάτρου Άλφα. Έγιναν ιστορικές συσκέψεις. Γιατί γινόταν αυτό; Γιατί μέσα στο Πολυτεχνείο υπήρχαν χαφιέδες. Όμως προσέξτε τώρα. Έρχονταν 10 παιδιά του Πολυτεχνείου και συζήταγαν τι να κάνουν. Κι εμείς τους λέγαμε ότι θα σταματήσουμε να παίζουμε παραστάσεις, όπως και έγινε. Δώσαμε ως ηθοποιοί και θιασάρχες εντολή, άλλοι σταματήσανε, άλλοι δεν σταματήσανε.
»Την άλλη μέρα, λοιπόν, με καλεί το τμήμα και μου λένε “εχτές στο θέατρό σου έγινε αυτό, αυτό κι αυτό”. Θέλω να πω ότι ακόμα και μέσα σε αυτούς τους 10 υπήρχαν χαφιέδες. Το βράδυ της 17ης Νοεμβρίου εμείς και το πλαϊνό θέατρο, το Αλάμπρα, κρύψαμε πάρα πολλούς. Φτάσαμε, όμως, σε ένα σημείο όπου τα καπνογόνα άρχισαν και έμπαιναν μέσα στο θέατρο και κινδυνεύαμε να πνιγούμε. Κι εκεί κάναμε την ηρωική έξοδο, στην κυριολεξία. Βγήκαμε και γλυτώσαμε. Θέλω όμως μια χάρη. Ό,τι γράψετε να το γράψετε στο πληθυντικό. Γιατί η γενιά εκείνη τα έκανε όλα και μέσα σε αυτούς κι εμείς».
Λάκης Λαζόπουλος: Έστω και μια φωνή αρκεί να σε τραβήξει από έναν λήθαργο
«Εκείνη την περίοδο της χούντας, ήμουν μαθητής γυμνασίου στη Λάρισα κι όλες οι εικόνες και η ενημέρωση που είχαμε ήταν από την τηλεόραση. Δεν μπορούσαμε να μάθουμε τίποτε, καθώς προσπαθούσαμε να καταλάβουμε κάτω από τα λόγια. Ήταν οι φωνές των φοιτητών αυτές που σκέπαζαν αυτές τις ψεύτικες δημοσιογραφικές φωνές που αναμετέδιδαν την ενημέρωση που έκανε η χούντα εκείνη την περίοδο. Δεν ακουγόταν καμιά φωνή, μόνο κάτι “κρυφές” φωνές», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Λαζόπουλος.
Και συνεχίζει: «Τότε δεν ήμουν και σε θέση να μπορώ να κάνω μια πολιτική ανάλυση, να καταλάβω τι ακριβώς γίνεται. Ήταν μόνο αυτά που ακούγαμε στο σχολείο, αυτά που ακούγαμε από τους καθηγητές, τους δασκάλους, από τα σπίτια που ήταν φοβισμένα».
«Στην Τέχνη το μόνο που θυμάμαι ήταν η Τζένη Καρέζη και ο Σταύρος Παράβας. Που κάτι είχαν πει. Άκουσα κάποια πράγματα. Μια φράση που γυρνούσε γύρω-γύρω. Είπαν αυτά…, ακούστηκε εκείνο…, τους κλείνουν μέσα», διηγείται στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο ηθοποιός και προσθέτει …»σε αυτές τις περιπτώσεις η φωνή της Τέχνης, έστω και μια φωνή αρκεί να σε τραβήξει από έναν λήθαργο. Τώρα θυμάμαι αυτήν τη φωνή. Από ‘κει πιάστηκα. Θυμάμαι ότι το έργο που με παρέσυρε να βεβαιώσω μέσα μου την επιθυμία και να γράφω και να παίζω ήταν το “Μεγάλο μας τσίρκο” που είχα δει με την Τζένη Καρέζη».