Το Συμβούλιο της Επικρατείας με απόφασή του, απέρριψε αίτηση του Δημοσίου με την οποία ζητείτο να αναιρεθεί απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου που είχε επιδικάσει ποσά 986 έως 2.676 ευρώ, κατά περίπτωση, σε 22 υπαλλήλους του Δημοσίου, ύστερα που προσφυγές που είχαν υποβάλλει το 2002 σχετικά με οικογενειακές παροχές (οικογενειακό επίδομα).
Το Δικαστήριο απέρριψε την αναίρεση, κρίνοντας ότι είναι προφανώς αβάσιμη, αφού αφορά σε μικρότερο από το επιτρεπόμενο οικονομικό όριο ποσό, χωρίς να δικαιολογείται επαρκώς η άσκησή της και υπέβαλε σε βάρος του Δημοσίου χρηματική ποινή 800 ευρώ. Η νομοθεσία για το ΣτΕ επέβαλε σταδιακά χρηματικά όρια για την υποβολή αναιρέσεων που κατά τον χρόνο άσκησης της επίμαχης αίτησης, ανέρχονταν σε 5.900 ευρώ.
Έκτοτε έχουν απορριφθεί πολλές αναιρέσεις πολιτών και κρατικών φορέων, ενώ, επιτρέπεται κατ΄ εξαίρεση, η εκδίκασή τους μόνο εφόσον τεκμηριώνονται σοβαρές ή ευρύτερες οικονομικές ή δημοσιονομικές επιπτώσεις. Το Δημόσιο επικαλέστηκε τέτοιες επιπτώσεις επειδή εκκρεμεί πληθώρα παρόμοιων αγωγών που μπορεί να επιφέρουν σοβαρή οικονομική επιβάρυνση και ανέφερε ενδεικτικά πέντε ομαδικές αγωγές υπαλλήλων που κατατέθηκαν το 2000- 2001 για οικογενειακές παροχές συνολικού ύψους 4,1 εκατομμυρίων ευρώ.
Το ΣτΕ δέχθηκε ότι τα στοιχεία αυτά είναι παρωχημένα, ενδεικτικά, αλλά και αόριστα, γιατί δεν αναφέρεται η τύχη τους, αν, δηλαδή, επακολούθησαν άλλα ένδικα βοηθήματα για να διακριβωθεί το χρηματικό αντικείμενο και το ενδεχόμενο οικονομικών επιπτώσεων. Συνεπώς, έκρινε την αίτηση απαράδεκτη και κάνοντας χρήση ρυθμίσεων του ΚΠολΔ (Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας) για τα προφανώς αβάσιμα ένδικα βοηθήματα, δέχθηκε ότι λόγω της εμμονής του Δημοσίου στην υποστήριξη τέτοιων αβασίμων ενδίκων μέσων, μικρότερων του χρηματικού ορίου και χωρίς πλήρη αιτιολόγηση, πρέπει να επιβληθεί και η χρηματική ποινή που θα περιέλθει στο Ταμείο Νομικών του ΕΤΑΑ, όπως προβλέπει η σχετική νομοθεσία.