Ο Ιωάννης Γούσιας στα είκοσι εφτά του βραβεύτηκε ως νευροεπιστήμονας της χρονιάς στο Ηνωμένο Βασίλειο και στα είκοσι εννιά του κέρδισε το βραβείο NOBELini, που θεωρείται το μικρό Νόμπελ για τους νέους επιστήμονες.
Σήμερα, στα τριάντα τρία του χρόνια, είναι μεταδιδακτορικός ερευνητικός συνεργάτης στο Imperial College, με μια ιδιαίτερα ανταγωνιστική υποτροφία από την «Action Medical Research».
Ασχολείται με την ανατομική μοντελοποίηση του βρεφικού και παιδικού εγκεφάλου. Η τραγική ειρωνεία είναι ότι ο Ιωάννης Γούσιας, που μιλά στο περιοδικό «Επίκαιρα», ζήτησε υποτροφία από την Ακαδημία Αθηνών, από όπου του απάντησαν «είστε πάρα πολύ καλός, σίγουρα θα σας δώσουν χρήματα στο εξωτερικό».
«Συνήθως σε αυτές τις υποτροφίες υπάρχει ένας όρος, ότι δεσμεύεσαι όταν τελειώσεις να γυρίσεις πίσω και να φέρεις την τεχνογνωσία που απέκτησες», αναφέρει. Και συνεχίζει: «Έμεινα με την απορία γιατί δεν ήθελε η δική μου χώρα μου να με “δέσει”, αφού με θεωρούσε τόσο καλό…». Δεν έκαναν πάντως λάθος στην Ακαδημία. Βρήκε χρήματα αφού τον χρηματοδότησε η βρετανική κυβέρνηση και μια σειρά από ινστιτούτα και φορείς…
Γι’ αυτό και έχει μεγάλη σημασία για το πώς βλέπει ένας τέτοιος Έλληνας, που έχει τιμηθεί με τόσες πολλές διακρίσεις σε τόσο νεαρή ηλικία στο εξωτερικό την Ελλάδα της κρίσης και το πολιτικό σύστημα.
«Είναι πολύ στενόχωρο το κέντρο της Αθήνας. Φίλοι και συγγενείς που μένουν εκεί πλέον το φοβούνται. Δεν είναι μόνο η ερήμωση και το κλείσιμο των καταστημάτων. Είναι ο φόβος που νιώθουν. Πώς θα αντιδράσει κάποιος, αν αισθανθεί ότι δεν έχει πια τίποτα να χάσει;…», αναφέρει χαρακτηριστικά στα «Επίκαιρα» σχετικά με το τι τον θλίβει περισσότερο κάθε φορά που έρχεται στην Ελλάδα. Και στη συνέχεια αναφέρεται στις σπουδές του και στο πολιτικό σύστημα της χώρας μας.