Με ένα κατεπείγον αίτημα του προς την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, ο Δικηγορικός Σύλλογος ζητεί από την ανεξάρτητη αρχή να γνωμοδοτήσει σχετικά με το εάν η ΚΥΑ με αριθ. 45231/20.4.2017 (ΦΕΚ τ. Β’ 1445) με την οποία επιβάλλεται υποχρεωτική χρήση τερματικών αποδοχής καρτών πληρωμής και μέσων πληρωμής με κάρτα (POS), είναι σύμφωνη ή όχι με τη νομοθεσία περί προστασίας προσωπικών δεδομένων.
Όπως επισημαίνεται από τον ΔΣΑ, «η υποχρεωτική τοποθέτηση και χρήση POS από τους δικηγόρους συνεπάγεται πολλαπλή επεξεργασία προσωπικών δεδομένων. Τα δεδομένα της συναλλακτικής δραστηριότητας του δικηγόρου υπόκεινται σε επεξεργασία από το πιστωτικό ίδρυμα ή το ίδρυμα πληρωμών με το οποίο έχει αναγκαστικά συμβληθεί ο Δικηγόρος, τον εκδότη του μέσου πληρωμής με το οποίο έχει συμβληθεί ο εντολέας, τον φορέα αποδοχής και εκκαθάρισης των συναλλαγών με χρήση καρτών πληρωμής, την εταιρία “Τειρασίας ΑΕ”, αλλά και τους δημόσιους φορείς που γίνονται αποδέκτες των σχετικών δεδομένων».
Ο ΔΣΑ επισημαίνει τα εξής σημεία, που καθιστούν μη νόμιμη την επεξεργασία:
- Οι δικηγόροι εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής των οικείων εξουσιοδοτικών διατάξεων και ως εκ τούτου εσφαλμένως υπήχθησαν στην εκδοθείσα Κοινή Υπουργική Απόφαση.
- Η υποχρεωτική τοποθέτηση και χρήση POS από τους δικηγόρους υπονομεύει εξ αντικειμένου το δικηγορικό απόρρητο καθώς έχει ως αποτέλεσμα την διαβίβαση δεδομένων που αφορούν την συγκεκριμένη σχέση εντολής σε τρίτα, απροσδιόριστα εκ των προτέρων, πρόσωπα.
- Προσβάλλεται ο θεσμικός ρόλος και η ανεξαρτησία του δικηγόρου, ως αυτόνομου συλλειτουργού της Θέμιδας, κατά την άσκηση του λειτουργήματός του.
- Η ΚΥΑ δεν είναι εφαρμόσιμη στην περίπτωση της παροχής δικηγορικών υπηρεσιών εκτός της επαγγελματικής έδρας του δικηγόρου (δικηγορικού γραφείου).
- Η πρόβλεψη της κατάρτισης υποχρεωτικής, αμφοτεροβαρούς, επαχθούς, σύμβασης με πάροχο υπηρεσιών πληρωμών, η οποία συνεπάγεται κόστος για τον δικηγόρο, δεν συνάδει με την συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας, υπό την ειδικότερη εκδοχή της αρνητικής συμβατικής ελευθερίας, αλλά και με την αρχή της επαγγελματικής ελευθερίας (άρθρο 5 παρ. 1 Συντ.).
- Η επιβολή πρόσθετου κόστους στις συναλλαγές των δικηγόρων με τους εντολείς τους, το οποίο θα αναγκαστούν να μετακυλήσουν τους τελευταίους, έχει ως συνέπεια αδικαιολόγητη, πρόσθετη οικονομική επιβάρυνση και δυσχέρανση της πρόσβασης στην δικαιοσύνη για τους πολίτες. Προσβάλλεται, έτσι, το δικαίωμα των πολιτών σε δικαστική προστασία.
- Η υποχρεωτική τοποθέτηση POS είναι απρόσφορη και μη αναγκαία για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού της αντιμετώπισης της φοροδιαφυγής.
- Η διαρκώς επιδεινούμενη οικονομική και επαγγελματική κρίση έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση του αριθμού των δικηγόρων, οι οποίοι δεν έχουν ούτε μία παράσταση ενώπιον δικαστηρίου. Η υποχρεωτική επιβολή του κόστους αγοράς ή μίσθωσης τερματικού μηχανήματος POS σε δικηγόρους που εκ των πραγμάτων δεν θα το χρησιμοποιήσουν είναι προδήλως δυσανάλογη και αδικαιολόγητα επαχθής. Ο νομοθέτης μπορούσε και όφειλε να έχει εισαγάγει κριτήρια που σχετίζονται με την οικονομική και επαγγελματική δραστηριότητα και τον κύκλο εργασιών των επαγγελματιών που θα υφίστανται το πλέον επαχθές μέτρο της υποχρεωτικής τοποθέτησης τερματικού μηχανήματος POS.
- Για το επιτρεπτό της επεξεργασίας δεδομένων, από τα οποία μπορεί να συναχθεί ότι ένα φυσικό πρόσωπο συνδέεται με ποινική δίωξη ή καταδίκη, απαιτείται άδεια της Αρχής. Η πληρωμή δικηγόρου που δραστηριοποιείται στον τομέα του ποινικού δικαίου φανερώνει την εν δυνάμει σύνδεση του εντολέα με ποινική δίωξη ή καταδίκη και άρα το σχετικό προσωπικό δεδομένο καθίσταται ευαίσθητο. Επομένως, για την νομιμότητα της επεξεργασίας απαιτείται προηγούμενη άδεια της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα.