Για να δηλώσουμε τη μονότονη επανάληψη, χρησιμοποιούμε την έκφραση «τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μου».
Δύο εκδοχές για την προέλευσή της, δίνει ο Τάκης Νατσούλης.
Πρωταγωνιστής στην πρώτη είναι ένας Κρητικός, που ονομάζονταν Παντελής Αστραπογιαννάκης. Όταν οι Ενετοί κυρίευσαν τη Μεγαλόνησο, αυτός πήρε τα βουνά μαζί με μερικούς τολμηρούς συμπατριώτες του. Από εκεί κατέβαιναν τις νύχτες και χτυπούσαν τους κατακτητές μέσα στα κάστρα τους.
Για να δίνει, ωστόσο, κουράγιο στους νησιώτες, τους υποσχόταν ότι θα ελευθέρωναν γρήγορα την Κρήτη. Ο καιρός όμως περνούσε και η κατάσταση του νησιού αντί να καλυτερεύει, χειροτέρευε.
Οι Κρητικοί άρχισαν ν’ απελπίζονται. Μα ο Αστραπογιαννάκης δεν έχανε το θάρρος του, εξακολουθούσε να τους δίνει ελπίδες για σύντομη απελευθέρωση. Οι συμπατριώτες του, όμως, δεν τον πίστευαν πια. Όταν, λοιπόν, το ασύγκριτο εκείνο παλικάρι πήγαινε να τους μιλήσει, όλοι μαζί του έλεγαν: «Ξέρουμε τι θα πεις. Τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μου».
Η δεύτερη εκδοχή προτείνει ότι η φράση προέρχεται από τη γαλλική λέξη «pendule» που είναι το μεγάλο ρολόι του τοίχου. Εάν τώρα άγγιζε κανείς το εκκρεμές του ρολογιού, εκείνο σταματούσε. Κι όταν το ρολόι σταματούσε, έδειχνε πάντα την ίδια ώρα. Κι επειδή το ρολόι λεγόταν «Παντύλ», προέκυψε το «τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μου».