Η Ελένη Λαζάρου είναι δημοσιογράφος, κάνει ελεύθερο ρεπορτάζ στο Mega, είναι σχεδόν καθημερινά στο Σύνταγμα και μιλάει με τους ανθρώπους που εκφράζουν την αγανάκτησή τους. Διαβάστε την εμπειρία της όπως τη μετέφερε στο aixmi.gr
Από τις 25 Μαΐου που γεννήθηκε το κίνημα των «αγανακτισμένων» στη χώρα μας, ο κύριος Σωτήρης είναι κάθε απόγευμα στην πλατεία Συντάγματος. Έρχεται από τους πρώτους και φεύγει τελευταίος. Είναι 65 χρονών, συνταξιούχος, πρώην μάγειρας. Ο ίδιος δεν δηλώνει αγανακτισμένος αλλά απελπισμένος κι όταν τον ρωτούν «γιατί», λέει με παράπονο: «γιατί στα 65 μου φεύγω μετανάστης για να ζήσω».
Χθες το απόγευμα μας διηγήθηκε την ιστορία του…
Η ζωή κάθε άλλο παρά με ροδοπέταλα ήταν στρωμένη για εκείνον. Γόνος φτωχής οικογένειας, από επαρχία, αναγκάστηκε να σταματήσει το σχολείο και να κυνηγήσει το μεροκάματο από την τρυφερή ηλικία των 13 ετών. Από τότε δεν θυμάται τον εαυτό του να σταμάτησε ποτέ να δουλεύει. Καθημερινές, Σαββατοκύριακα, Χριστούγεννα, Πάσχα, καλοκαίρια και χειμώνες. Έπρεπε να δουλεύει σκληρά για να ζήσει την οικογένειά του και να μεγαλώσει τα δύο του παιδιά.
Ο κύριος Σωτήρης δεν πήγε ποτέ του διακοπές και η διασκέδαση είναι λέξη που δεν υπάρχει στο λεξιλόγιό του. Η ζωή του ήταν μόνο δουλειά, αλλά δεν παραπονέθηκε ποτέ. Δούλευε αγόγγυστα ακόμη κι όταν οι ατέλειωτες ώρες ορθοστασίας του άφησαν ένα πρόβλημα στην μέση που του προκαλούσε αφόρητους πόνους. Κι όταν τα παιδιά του -που τον έβλεπαν σπάνια στο σπίτι- τον ρωτούσαν: «μπαμπά πότε θα ξεκουραστείς;» απαντούσε με βεβαιότητα: «όταν θα πάρω σύνταξη». Και το πίστευε… Η ζωή όμως είχε άλλα σχέδια γι` αυτόν.
Η μέρα που περίμενε 47 ολόκληρα χρόνια ήρθε, αλλά η σύνταξη –που άργησε σχεδόν έναν χρόνο να βγει -ήταν μόλις 650 ευρώ. Τα τέσσερα πρώτα χρόνια έψαξε και βρήκε κάποια υποαπασχόληση, προκειμένου να συμπληρώνει το εισόδημά του. Φέτος, όμως, τίποτα. Ακόμη και τα «ψίχουλα» τελείωσαν. Όλες οι πόρτες είναι κλειστές, καθώς οι επιχειρηματίες που άλλοτε προτιμούσαν τους συνταξιούχους, τώρα φοβούνται να τους πάρουν. Η ζωή του έχει γίνει κόλαση: ενώ είχε μάθει μία ζωή να είναι «νοικοκύρης» -δηλαδή συνεπής στις υποχρεώσεις του -τώρα τα χρήματα δεν φτάνουν. Το ψυγείο είναι άδειο και οι λογαριασμοί απλήρωτοι. Τελευταία στερείται και την μοναδική χαρά που του χε απομείνει: να βλέπει τα εγγόνια του, γιατί στενοχωριέται που δεν μπορεί να τους πάρει ένα παιχνίδι.
Όταν βλέπει ειδήσεις τον πιάνει ταχυκαρδία, καθώς φοβάται ότι θα ακούσει για νέες περικοπές ή στάση πληρωμών. Ακόμη και η βόλτα στο καφενείο είναι ένα μαρτύριο, γιατί όλοι επαναλαμβάνουν τα ίδια εφιαλτικά σενάρια… Πάνε χρόνια από τότε που η γυναίκα του τον είδε τελευταία φορά να γελάει.
Κάπως έτσι πήρε την απόφαση. Θα φύγει. Βρήκε κάποια επιχείρηση στην Γερμανία που χρειάζεται άτομα και ετοιμάζει την βαλίτσα του, ενώ έβγαλε και το εισιτήριό του για τον επόμενο μήνα…
Δίπλα του στην πλατεία διαδήλωνε ένα νεαρό ζευγάρι . Ο πατέρας κρατούσε στους ώμους του ένα μικρό αγοράκι. Ο άντρας και η γυναίκα δούλευαν στην ίδια επιχείρηση: Πριν από 6 μήνες απολύθηκαν και οι δύο. Οι δόσεις του στεγαστικού έμειναν πίσω και ο άρτος ο επιούσιους εξασφαλίζεται από συγγενείς και φίλους.
Λίγα μέτρα πιο πέρα μια οικογένεια με δύο παιδιά που πηγαίνουν στο δημοτικό . Η μητέρα εργάζεται με ημιαπασχόληση ως πωλήτρια σε μαγαζί με ρούχα κι ο πατέρας είναι έμπορος. Με το εισόδημα της συζύγου να έχει υποστεί περικοπές και του συζύγου να έχει συρρικνωθεί -λόγω αναδουλειάς- κάνουν φοβερή οικονομία, αλλά τα χρήματα δεν φθάνουν. Έτσι, με πόνο ψυχής αποφάσισαν να κόψουν τα φροντιστήρια ξένων γλωσσών που κάνουν τα παιδιά. «Ξέρω ότι χωρίς ξένες γλώσσες δεν θα χουν ελπίδα να βρουν δουλειά», λέει η μητέρα τους «αλλά τα χρήματα δεν περισσεύουν. Η δωρεάν Παιδεία είναι πανάκριβη…»
«Η μητέρα μου απολύθηκε και ο πατέρας μου κάθε μέρα λέει ότι θα τον διώξουν κι αυτόν», λέει η Μαρία από το Περιστέρι που -παρά τα 12 της χρόνια- μιλά σαν μεγάλη. Η κρίση την μεγάλωσε πρόωρα: «Αν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση εγώ και η αδερφή μου δεν θα καταφέρουμε να σπουδάσουμε ούτε να βρούμε ποτέ δουλειά… Δεν έχουμε ελπίδα…»
Αυτές τις μέρες που μαζεύονται χιλιάδες άνθρωποι στο Σύνταγμα, όπου κι αν σταθείς ακούς ιστορίες σαν αυτές. Άνθρωποι που υποφέρουν και φοβούνται ότι το αύριο θα ναι χειρότερο. Μέσα τους, όμως, έχουν μία ελπίδα. Γι` αυτό κάθε μέρα βγαίνουν στην πλατεία και φωνάζουν. Φωνάζουν με όλη την δύναμη της ψυχής τους ότι «δεν πάει άλλο» και ελπίζουν ότι το μήνυμά τους θα φτάσει εκεί που πρέπει και τα πράγματα θα αλλάξουν προς το καλύτερο. Αν όχι σήμερα, αύριο. Αν όχι αύριο, του χρόνου… Κάποιοι έχουν το περιθώριο του χρόνου να περιμένουν… Ο κύριος Σωτήρης, όμως, όχι…
Πηγή: aixmi.gr