Την έντονη δυσφορία του εκφράζει με ανακοίνωσή του, το Δ.Σ. της ΟΛΜΕ για την τακτική του υπουργείου Παιδείας «να αναστατώνει τους μαθητές και τις μαθήτριες του λυκείου, λίγες μόνο ημέρες πριν από την έναρξη των εξετάσεων, καθιερώνοντας ουσιαστικά δύο τύπους απολυτηρίων: το ένα που θα αποκτιέται με ενδοσχολικές εξετάσεις και το άλλο που θα αποκτιέται με πανελλαδικές εξετάσεις.
Εκείνο που επιβάλλεται (υπό τις παρούσες συνθήκες) ως μόνη λύση είναι για όλα τα παιδιά το απολυτήριο Λυκείου να αποκτιέται με ενδοσχολικές εξετάσεις και η επιλογή για την τριτοβάθμια εκπαίδευση να πραγματοποιείται μετά την αποφοίτηση από αυτό. Μόνο με αυτή τη διαδικασία θα αποδεσμευτεί πραγματικά το Λύκειο από την πρόσβαση στην επόμενη βαθμίδα και θα αποκτήσει τον αυτόνομο παιδευτικό του ρόλο».
Το Δ.Σ. της ΟΛΜΕ επισημαίνει ότι «δεν έγινε ουσιαστικός διάλογος με τους εκπαιδευτικούς φορείς, δεν έγινε καμιά επιστημονική και εκπαιδευτική τεκμηρίωση από τους επίσημους φορείς της Πολιτείας, όπως το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο και χωρίς συζήτηση στα υποτιθέμενα όργανα ”κοινωνικού διαλόγου” όπως το ΕΣΥΠ-ΣΠΔΕ, το υπουργείο Παιδείας προωθεί την τελευταία στιγμή αλλαγές στο σύστημα των πανελλαδικών εξετάσεων (απολυτήρια λυκείου, κατάργηση του 10% και κατάργηση των μετεγγραφών)». Επίσης, το Δ.Σ. της ΟΛΜΕ έστειλε στην υπουργό και την υφυπουργό Παιδείας τη θέση της σχετικά με τις τροποποιήσεις που γίνονται στο θεσμό των πειραματικών σχολείων.
Ακόμη, οι καθηγητές υποστηρίζουν ότι με το νομοσχέδιο επιχειρείται η αναβίωση του θεσμού των προτύπων, περίπου 25 χρόνια μετά την κατάργησή του.
«Είναι βέβαιο, τονίζουν, ότι στις εισαγωγικές εξετάσεις που προβλέπονται με το νομοσχέδιο θα προσέρχονται παιδιά με περισσότερα εφόδια όχι λόγω ιδιαίτερης ευφυΐας, αλλά λόγω μορφωτικού, οικονομικού και κοινωνικού επιπέδου των γονιών τους, αφού είναι επιστημονικά διαπιστωμένο ότι η υψηλή επίδοση δεν είναι ανεξάρτητη από το περιβάλλον στο οποίο μεγαλώνει το παιδί. Έτσι, θεωρούμε ότι η προωθούμενη αναβίωση των προτύπων θα οδηγήσει σε αφαίμαξη των κοινών σχολείων από τους άριστους μαθητές, που βοηθούν τον εκπαιδευτικό στο έργο του αλλά και αποτελούν θετικά πρότυπα για τους υπόλοιπους μαθητές».
Και οι καθηγητές καταλήγουν: «Είναι ολοφάνερο ότι η κοινωνία μας δεν χρειάζεται ελιτίστικα σχολεία ”αρίστων”, αλλά ποιοτική αναβάθμιση του δημόσιου σχολείου. Κατά την άποψή μας σχολεία πρώτης προτεραιότητας πρέπει να είναι τα σχολεία των υποβαθμισμένων περιοχών, αυτά δηλαδή των οποίων οι μαθητές έχουν μειωμένες ευκαιρίες για εκπαίδευση και μόρφωση και όχι τα πρότυπα».