Με ποιον τρόπο ντύνονταν οι πρόγονοί μας στην αρχαία Ελλάδα; Φορούσαν εσώρουχα μέσα από τους χιτώνες; Έβαφαν τα μαλλιά τους; Ήξεραν τις περούκες; Τους άρεσαν τα σκουλαρίκια και τα τατουάζ; Ποια ήταν η πρώτη ύλη για την κατασκευή των ενδυμάτων, τι συνιστούσε απρέπεια στο ντύσιμο και ποιους θεωρούσαν θηλυπρεπείς, κρίνοντάς τους από τα ρούχα;
Αυτές είναι μερικές μόνο από τις ερωτήσεις που απαντώνται στο νέο πολυσέλιδο βιβλίο Όσα δεν γνωρίζατε για την αρχαία Ελλάδα, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Συγγραφείς είναι τέσσερις καταξιωμένοι καθηγητές και κάτοχοι τίτλων ιστορίας: οι διδάκτορες Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, Γιάννης Γρυντάκης και Άγγελος Χόρτης, ο κάτοχος διδακτορικού του τομέα παιδαγωγικής της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών, Γιώργος Δάλκος, και ο πτυχιούχος Ιστορίας – Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, Έκτορας Χόρτης.
Πάμε να δούμε λοιπόν τι πρότασσε η μόδα πριν από περίπου 2.500 χρόνια και να διαπιστώσουμε σε τι βαθμό έχει μεταβληθεί το ντύσιμο ύστερα από τόσους αιώνες.
Γένια και μουστάκια
Οι περισσότεροι Έλληνες της κλασικής εποχής συνήθιζαν να αφήνουν μουστάκια και γένια. Οι πιο πολλοί ήταν «πωγωνοφόροι», δηλαδή άφηναν γένια μόνο στο πιγούνι, σύμφωνα με τη μόδα της εποχής. Ωστόσο, κάποτε έπρεπε να τα κόβουν, κυρίως για τις ανάγκες του πολέμου, αφού κινδύνευαν να προσφέρουν πρόχειρη λαβή στον εχθρό. Υπήρχαν όμως και εκείνοι που απέφευγαν τα γένια για λόγους καλαισθησίας. Αυτοί χαρακτηρίζονταν θηλυπρεπείς και αποτελούσαν πάντοτε στόχο για ειρωνικά σχόλια εκ μέρους των φιλοσόφων.
Μακριά μαλλιά ή «γουλί»
Οι νεαροί Αθηναίοι του 5ου αιώνα συνήθιζαν να κόβουν τα μαλλιά τους σχετικά κοντά, ενώ υπήρχαν και περιπτώσεις που τα άφηναν μακριά ή, αντίθετα, τα κούρευαν «γουλί». Οι μεγαλύτεροι είχαν συνήθως μακριά μαλλιά, ενώ άφηναν και γένια. Οι γυναίκες συνήθιζαν να πιάνουν τα μαλλιά τους σε αλογοουρά που την έδεναν με μία κορδέλα, ή σε κότσο πιασμένο με κορδέλες, ή τα σκέπαζαν με μαντίλι για το κεφάλι. Μόνο όταν πενθούσαν έκοβαν τα μαλλιά τους.
Βιοτεχνία ενδυμάτων
Το μαλλί των προβάτων ήταν η βασική πρώτη ύλη για την κατασκευή των ενδυμάτων στην Αττική. Τα καλοκαιρινά ρούχα έπρεπε να είναι λεπτοϋφασμένα, ώστε απλώς να καλύπτουν το σώμα και να μην είναι ζεστά, ενώ τα χειμερινά ήταν πυκνοϋφασμένα και βαριά, για να προφυλάσσουν από το κρύο και τον αέρα. Το έργο της ύφανσης αναλάμβαναν οι γυναίκες του σπιτιού, η μητέρα και οι θυγατέρες, μαζί με τις δούλες. Η τέχνη του αργαλειού, μάλιστα, ήταν βασικό προσόν για τα κορίτσια που επρόκειτο να παντρευτούν.
Ανδρική κολεξιόν
Οι Έλληνες φορούσαν ρούχα κυρίως από μαλλί αλλά και από λινάρι, καθώς και ένα ρούχο κατασκευασμένο από ύφασμα τριχών ζώων, τον «σάκκο». Το βασικό ρούχο τους ήταν ο χιτώνας, που ήταν δύο ειδών: η «εξωμίς», που τη φορούσαν οι δούλοι και οι χειρώνακτες ριχτή στον αριστερό ώμο, ενώ ο δεξιός ώμος παρέμενε ελεύθερος. Ο χιτώνας ήταν μια πιο ραφινάτη εκδοχή, κάλυπτε και τους δύο ώμους και έφερε και ζώνη. Τα παιδιά φορούσαν κοντό χιτώνα χωρίς ζώνη. Οι άνδρες φορούσαν επίσης και ιμάτιο, ένα μεγάλο ορθογώνιο μάλλινο ύφασμα, που το έριχναν στον αριστερό τους ώμο και κάλυπτε το σώμα ως τα πόδια. Συχνά χρησιμοποιούσαν κι ένα είδος παλτού, τη χλαμύδα, η οποία κατασκευαζόταν από πιο χοντρό ύφασμα. Εσώρουχα δεν χρησιμοποιούσαν. Παπούτσια φορούσαν διαφόρων ειδών. Από ελαφρά σανδάλια μέχρι πολύ καλής ποιότητας μπότες.
Γυναικεία κολεξιόν
Οι γυναίκες φορούσαν συνήθως έναν μάλλινο χιτώνα που έφτανε ως τους αστραγάλους ή έναν λινό, που ήταν πιο πολυτελής απ’ τον μάλλινο. Το φόρεμά τους το συγκρατούσαν με δύο καρφίτσες στους ώμους ή σε διαφορετικές θέσεις, ανάλογα με τα μανίκια. Φορούσαν και οι γυναίκες ιμάτιο, που συνήθως ήταν παρόμοιο με το ανδρικό. Σε διάφορες αρχαίες παραστάσεις απεικονίζονται με γυμνά πόδια, αλλά αυτό δεν φαίνεται να ήταν ο κανόνας, αφού επίσης εικονίζονται να φορούν ελαφρά σανδάλια.
Το μακρύ και το κοντό τους…
Στην αρχαία Αθήνα υπήρχαν ειδικοί υπάλληλοι, οι «γυναικονόμοι», που επέβλεπαν την τήρηση των κανονισμών σχετικά με τα φορέματα των γυναικών, ώστε να αποφεύγονται οι υπερβολές. Αλλά και ο κοινωνικός έλεγχος για την εμφάνιση των ανδρών δεν ήταν λιγότερο αυστηρός. Το μήκος του ανδρικού χιτώνα μπορούσε να δώσει αφορμή για δυσμενή σχόλια: ένας χιτώνας υπερβολικά κοντός συνιστούσε απρέπεια, ενώ όταν ήταν υπερβολικά μακρύς, ώστε να σέρνεται στο έδαφος, θεωρείτο στοιχείο επίδειξης αμφίβολης αρετής, ακόμα και θηλυπρέπειας.
Καὶ οἱ ἄνδρες γεγόνασι γυναῖκες…
Στην Αθήνα η ροπή των γυναικών στην πολυτελή εμφάνιση είχε βρει μιμητές μεταξύ των ανδρών. Δεν ήταν λίγοι οι γνωστοί άνδρες που φορούσαν πολύχρωμα και πολυτελή ενδύματα, καθώς και πολύτιμα κοσμήματα. Ο Αλκιβιάδης κυκλοφορούσε με πορφυρόχρωμα ενδύματα και έσφιγγε τις μπότες του με επιχρυσωμένους ιμάντες. Ο Δημοσθένης και ο Αισχίνης φορούσαν μακριά και λεπτά πολυτελή ενδύματα, ενώ ο Γοργίας και ο Ιππίας πορφυρόχρωμα. Λένε ότι ο Εμπεδοκλής από τον Ακράγαντα φορούσε παπούτσια από ορείχαλκο, ενώ ο ζωγράφος Ζεύξις εμφανίστηκε στην Ολυμπία με ένα φόρεμα στο οποίο ήταν κεντημένο το όνομά του με χρυσά γράμματα. Ωστόσο, οι άνδρες που από ματαιοδοξία μιμούνταν τη μόδα των γυναικών ήταν εκτεθειμένοι στη χλεύη των κωμικών ποιητών.
Γυναικεία «όπλα»
Οι Αθηναίες ενδιαφέρονταν πολύ για την εμφάνισή τους. Της μόδας ήταν οι «εσθήτες» και οι χιτώνες με έντονα χρώματα, ειδικά μάλιστα οι κίτρινοι χιτώνες θεωρούνταν ιδιαίτερα προκλητικοί. Στα μαλλιά μπορούσαν να φορούν μαντίλι, τον «κεκρύφαλον», στους ώμους ένα είδος εσάρπας, το «επώμιον», ενώ για το στήθος είχαν το «στρόφιον», ένα είδος στηθόδεσμου. Οι περούκες, επίσης, δεν ήταν άγνωστες, ενώ ο καθρέφτης ήταν μόνιμο αξεσουάρ, όπως και το ξυράφι για την αφαίρεση των ενοχλητικών τριχών.
Τον «περόνιασαν»
Κάποτε οι Επιδαύριοι, για να καρποφορήσει η γη τους, είχαν λάβει χρησμό να κατασκευάσουν δύο αγάλματα από ξύλο ελιάς. Οι Αθηναίοι τους επέτρεψαν να κόψουν ένα από τα δέντρα τους, με τον όρο να στέλνουν κάθε χρόνο προσφορές στην Πολιάδα Αθηνά και στον Ερεχθέα. Αργότερα, οι Αιγινήτες άρπαξαν τα αγάλματα αυτά και οι Επιδαύριοι σταμάτησαν να στέλνουν τις προσφορές. Για να τα πάρουν πίσω, οι Αθηναίοι έστειλαν στρατό στην Αίγινα. Οι Αιγινήτες εξολόθρευσαν το εκστρατευτικό αυτό σώμα, από το οποίο μόνο ένας στρατιώτης κατόρθωσε να σωθεί και να επιστρέψει στην Αθήνα. Όταν γύρισε και ανήγγειλε την καταστροφή, οι γυναίκες όσων είχαν εκστρατεύσει μαζί του, και είχαν χαθεί, στάθηκαν γύρω του και, ρωτώντας η καθεμία πού ήταν ο άντρας της, τον κεντούσε με την περόνη που συγκρατούσε το φόρεμά της. Με αυτόν τον τρόπο τον σκότωσαν. Ύστερα από το έγκλημα αυτό, επιβλήθηκε στις γυναίκες της Αθήνας η υποχρέωση να φορούν ιωνικά φορέματα αντί για δωρικά, ώστε να μη μεταχειρίζονται περόνες.
Τα ξύλινα παπούτσια
Στην αρχαία Αθήνα ένα είδος γυναικείων παπουτσιών ήταν οι «κόθορνοι». Είχαν το ίδιο σχήμα, με αποτέλεσμα να ταιριάζουν και στα δύο πόδια, ενώ οι σόλες τους ήταν κατασκευασμένες από ξύλο αρκετά παχύ, ώστε να αυξάνεται το ύψος αυτών που τα φορούσαν. Φαίνεται ότι για τον ίδιο λόγο στο εσωτερικό τμήμα της φτέρνας υπήρχε πρόσθετο υλικό. Οι «κόθορνοι» φοριούνταν από τους ηθοποιούς στο θέατρο, κυρίως γιατί έτσι οι ηθοποιοί φαίνονταν ψηλότεροι. Ωστόσο, επειδή ταίριαζαν και στα δύο πόδια, θεωρούνταν σύμβολο άστατου χαρακτήρα.
Για τα κακά πνεύματα…
Η συνήθεια να τρυπούν οι γυναίκες τον λοβό του αυτιού για να κρεμάσουν από εκεί σκουλαρίκια επικρατούσε και στην αρχαία Ελλάδα. Οι Ελληνίδες της εποχής του Περικλή δεν φορούσαν τα βαριά και περίπλοκα σκουλαρίκια της μυκηναϊκής χρυσοχοΐας, αλλά συνήθως μικρούς μεταλλικούς δίσκους, με μια τρύπα στη μέση, πλούσια στολισμένους, π.χ. με έναν ρόδακα. Μπορούσαν επίσης να φορούν μικρά αγαλματάκια ζώων, σαν φυλαχτά. Η μόδα να περνούν «δαχτυλίδια» στον αστράγαλο ή τη γάμπα ήταν πολύ διαδεδομένη και ήταν συνέπεια πεποιθήσεων που σχετίζονταν με δεισιδαιμονίες για αποτροπή του κακού.
Εφεύρεση 2.500 ετών!
Στους αρχαίους Έλληνες ήταν γνωστή η βεντάλια, δηλαδή το «ριπίδιον», ωστόσο αυτό δεν έμοιαζε καθόλου με τη σημερινή βεντάλια, καθώς δεν ήταν πτυσσόμενο. Αντίθετα, η ομπρέλα, το «σκιάδιον», ήταν σχεδόν ίδιο με τη σημερινή ομπρέλα. Κατασκευαζόταν από ένα κομμάτι στρογγυλό ύφασμα, που το κρατούσαν τεντωμένο μεταλλικές βέργες, οι οποίες συμπιέζονταν από έναν κρίκο που γλιστρούσε ελεύθερα κατά μήκος ενός ραβδιού.
Χρώματα και αρώματα…
Τέλος, στην Αθήνα της κλασικής εποχής η χρήση των αρωμάτων, τόσο από τους άνδρες όσο και από τις γυναίκες, ήταν συνήθεια καθημερινή. Η περιποίηση του προσώπου, όμως, με την προσθήκη διαφόρων υλικών, ήταν αποκλειστικά έργο των γυναικών.
Υπήρχε μεγάλη ποικιλία από ουσίες κατάλληλες για να βάφονται τα μάγουλα, τα χείλη και τα μάτια: πούδρες και διάφορα έλαια, αναμεμειγμένα με χρωστικές ουσίες σε όλες τις δυνατές αποχρώσεις. Το ψιμύθιο έδινε λευκό χρώμα και ο μίλτος κόκκινο, για τα μάγουλα και τα χείλια, ενώ με το φούμο βάφονταν τα βλέφαρα και τα φρύδια. Όλα αυτά απλώνονταν στο πρόσωπο με σπάτουλες, κουτάλια και ραβδάκια από ξύλο και άλλα υλικά. Το βάψιμο των μαλλιών ήταν συνήθεια των εταίρων (σ.σ. οι πόρνες της αρχαιότητας), ενώ τα τατουάζ φαίνεται ότι συνηθίζονταν από δούλες βαρβαρικής προέλευσης.