Αυξανόμενη είναι η απομόνωση της Άγκυρας, κυρίως μετά το 2018, κάτι που αντικατοπτρίζεται από την κατακόρυφη εξασθένηση «της εμπιστοσύνης (σ.σ των αγορών) στην Τουρκία» και την έξοδο των ξένων επενδυτών.
Από την άλλη πλευρά «ο μη ρεαλιστικός πολιτικός λόγος και η διαρκής πόλωση στην εσωτερική πολιτική σκηνή όπως και ο αναχρονιστικός, νέο-οθωμανικός προσανατολισμός στις περιφερειακές διεθνείς σχέσεις» αποτελούν απλώς «αντανακλάσεις, σε διαφορετικά επίπεδα, ενός αυταρχισμού στη συνολική διαχείριση των οικονομικών πραγμάτων».
Αυτό τόνισε ο επίκουρος καθηγητής στη Διεθνή Επιχειρηματικότητα και διευθυντής του μεταπτυχιακού προγράμματος ΜΒΑ του Πανεπιστημίου UCLan Cyprus, ειδικός στην τουρκική οικονομία δρ. Παναγιώτης Κοντάκος, μιλώντας στον ραδιοφωνικό σταθμό του Αθηναϊκού- Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων «Πρακτορείο 104,9 FM».
Τα παραπάνω στοιχεία, σύμφωνα με τον κ. Κοντάκο, θέτουν αναμφισβήτητα την τουρκική λίρα «σε περαιτέρω τροχιά υποτίμησης το επόμενο χρονικό διάστημα» ενώ οι οι πιθανότητες εμπλοκής της τουρκικής οικονομίας σε μία νέα συναλλαγματική κρίση αναζωπυρώνονται εκ νέου.
«Δύο χρόνια μετά την ιστορική συναλλαγματική κρίση τον Αύγουστο του 2018, η τουρκική λίρα σημειώνει νέο ιστορικό χαμηλό έναντι του δολαρίου και του ευρώ, παρά τις παρεμβάσεις των κρατικών εμπορικών τραπεζών και της Κεντρικής Τράπεζας της Τουρκίας (CBRT) για αρκετούς μήνες ώστε να συγκρατήσει την ισοτιμία κάτω από το ψυχολογικό όριο των 7 λιρών ανά δολάριο», ανέφερε ο κ.Κοντάκος.
Διευκρίνισε, δε, ότι ενώ η ισοτιμία δολαρίου/λίρας ήταν μόλις 1,31 το 2008 και 2,83 το 2016, έφτασε στα 7,40 φέτος «και αυτό παρά την πρόσφατη εξασθένηση διεθνώς του δολαρίου» με αποτέλεσμα η υποτίμηση του εν λόγω νομίσματος από την αρχή του έτους να ανέρχεται σε 23%”.
Ο κ. Κοντάκος εξήγησε ακόμη πως η ανακοίνωση της Κεντρικής Τράπεζας της Τουρκίας ότι είναι έτοιμη να χρησιμοποιήσει όλα τα διαθέσιμα μέσα για τη μείωση της υπερβολικής μεταβλητότητας στις αγορές είναι σημαντική, δεν αναιρεί όμως το γεγονός πως «τα περιθώρια ελιγμών της κεντρικής τράπεζας μέσω επιθετικών παρεμβάσεων στήριξης στην αγορά συναλλάγματος έχουν περιοριστεί σημαντικά».
Επενδυτικά εκτεθειμένοι οι ξένοι στην οικονομία της Τουρκίας
Τα σημαντικά εξωτερικά δάνεια και οι ξένες επενδύσεις που παραδοσιακά έχει δεχθεί η Τουρκία από δυτικές -κυρίως ευρωπαϊκές- χώρες, που ανέρχονται σε περίπου 600 δισ. δολάρια σήμερα, αποτελούν μέχρι σε ένα σημείο «ανάχωμα στην ανεξέλεγκτη υποτίμηση της τουρκικής λίρας», ενώ καθιστούν και «ευνοϊκότερες τις δηλώσεις ξένων αξιωματούχων όταν αναφέρονται στην Τουρκία», είπε ο κ. Κοντάκος.
Επισήμανε, δε, ότι αυτό το δεδομένο «παραδόξως παρατείνει τις αντοχές της οικονομίας» και διευκολύνει κάποιες φορές τη χώρα να γίνεται αποδέκτης άμεσης ή έμμεσης οικονομικής στήριξης. Παράλληλα, όμως, σημείωσε ότι η έξοδος των ξένων επενδυτών συνεχίζεται με γρήγορο ρυθμό.
«Τα αρνητικά πραγματικά επιτόκια, ο υψηλός πληθωρισμός και το διογκούμενο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών συνεχίζουν να αποτελούν τα “γνωστά” βαρίδια για την τουρκική λίρα. Η οικονομική πολιτική της χώρας έχει ωθήσει τους ξένους επενδυτές, κυρίως την τελευταία διετία, να ρευστοποιούν σταδιακά τις θέσεις τους σε τουρκικές μετοχές και κρατικά ομόλογα», ανέφερε ο επίκουρος καθηγητής στη Διεθνή Επιχειρηματικότητα.
Πρόσθεσε πως το τελευταίο διάστημα οι άμεσες ξένες επενδύσεις στην γείτονα «έχουν σχεδόν παγώσει, με εξαίρεση ακόμα τις αγορές ακινήτων».
Μια σταδιακή «απόδραση»
«Ξένοι επενδυτές, όπως η ING Groep, η HSBC και η UniCredit εγκαταλείπουν την Τουρκία. Παρομοίως, η Volkswagen εγκατέλειψε το σχέδιο για την κατασκευή ενός μεγάλου εργοστασίου, ενώ η σουηδική Telia -ιδρυτικός συνεργάτης της μεγαλύτερης εταιρείας κινητής τηλεφωνίας Turkcell- πούλησε προσφάτως το μερίδιο της 24% με μόλις 530 εκατ. δολάρια, μια τιμή που ερμηνεύτηκε ως κίνηση της εταιρείας να εγκαταλείψει εσπευσμένως τη χώρα», σημείωσε ο κ. Κοντάκος.
«Η φυγή ξένων κεφαλαίων έχει συμβάλλει και στην εξάντληση των αποθεμάτων ξένου νομίσματος της Κεντρικής Τράπεζας. Η οικονομία της Τουρκίας αναμένεται να συρρικνωθεί φέτος κατά 4,3% σύμφωνα με δημοσκόπηση Reuters καθώς η πανδημία και οι σχετικοί περιορισμοί έχουν πλήξει καίρια τη ζήτηση, παρά την επίμονη πρόβλεψη της κυβέρνησης για ανάπτυξη κατά 5%.
Η επιμονή αυτή έρχεται ακριβώς να αναδείξει το χάσμα που υπάρχει μεταξύ πραγματικότητας και προσδοκιών στο καθεστώς Ερντογάν», κατέληξε ο κ. Κοντάκος, ειδικός στην τουρκική οικονομία.