Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα διαμορφώνει σχέδια έκτακτης ανάγκης για να υλοποιήσει το πρόγραμμά της τής αγοράς ομολόγων, ύψους πολλών τρισ. ευρώ, χωρίς τη συμμετοχή της Μπούντεσμπανκ, στην περίπτωση που το ανώτατο γερμανικό δικαστήριο την εξαναγκάσει να εγκαταλείψει το σχήμα, δήλωσαν τέσσερις πηγές στο Reuters.
Στην περίπτωση αυτού του κακού σεναρίου, η ΕΚΤ θα προχωρήσει σε μία πρωτοφανή νομική δράση κατά της Μπούντεσμπανκ, που είναι ο μεγαλύτερος μέτοχός της, δήλωσαν οι πηγές.
Το γερμανικό συνταγματικό δικαστήριο έχει δώσει στην ΕΚΤ προθεσμία έως τις αρχές Αυγούστου για να δικαιολογήσει τις μεγάλης κλίμακας αγορές κρατικών ομολόγων που έχει κάνει ή, διαφορετικά, να συνεχίσει το πρόγραμμα χωρίς τη Μπούντεσμπανκ, στην οποία αναλογεί περισσότερο από το ένα τέταρτο των συνολικών αγορών ομολόγων.
Όπως μεταφέρει το ΑΠΕ – ΜΠΕ οι περισσότερες πηγές αναμένουν ότι η νομική πρόκληση από το δικαστήριο της Καρλσρούης θα λυθεί από την ίδια τη Μπούντεσμπανκ, η οποία θα δείξει ότι η πολιτική ήταν κατάλληλη και θα απαντήσει στις ανησυχίες σχετικά με τις παράπλευρες συνέπειές της.
Ωστόσο, στελέχη της ΕΚΤ και εθνικών κεντρικών τραπεζών της Ευρωζώνης προετοιμάζονται για αυτό που μία πηγή χαρακτήρισε «απίστευτο»: ένα σενάριο, όπου το δικαστήριο απαγορεύει στη Μπούντεσμπανκ να συμμετάσχει στις αγορές ομολόγων.
Στην περίπτωση αυτή, η ΕΚΤ ή, κάτι λιγότερο πιθανό, οι άλλες κεντρικές τράπεζες της Ευρωζώνης, θα αποκτήσουν το ποσοστό της Μπούντεσμπανκ στο Πρόγραμμα Αγοράς Κρατικών Ομολόγων (PSPP) και θα αγοράζουν γερμανικά ομόλογα, δήλωσαν οι πηγές. Οι ίδιες ανέφεραν ότι τα σχέδια αυτά δεν έχουν ακόμη οριστικοποιηθεί ή συζητηθεί επίσημα από το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ.
Εν τω μεταξύ, η ΕΚΤ θα ξεκινούσε πιθανόν μία διαδικασία κατά της γερμανικής κεντρικής τράπεζας για μη τήρηση της υποχρέωσής της ως μέλους του Ευρωσυστήματος, στην περίπτωση που θα σταματούσε τις αγορές ομολόγων, είπαν οι πηγές. Αν η Μπούντεσμπανκ δεν συμμορφωνόταν, η ΕΚΤ θα μπορούσε να πάει την υπόθεση στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, κάνοντας κάτι τέτοιο για πρώτη φορά από τη δημιουργία του ευρώ το 1999. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έχει στηρίξει το πρόγραμμα αγοράς κρατικών ομολόγων της ΕΚΤ, αλλά η απόφασή του αγνοήθηκε από το γερμανικό συνταγματικό δικαστήριο, ανοίγοντας μία νέα σύγκρουση της Γερμανίας με θεσμούς της ΕΕ.
Η γερμανική κυβέρνηση έχει εμφανισθεί έως τώρα αισιόδοξη ότι ένα τέτοιο σενάριο μπορεί να αποφευχθεί. Η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ δήλωσε σε υψηλόβαθμα στελέχη του κόμματός της νωρίτερα στον μήνα ότι το θέμα «μπορεί να λυθεί» αν η κεντρική τράπεζα εξηγήσει το σχέδιό της.
Έκθεση του ΕΚΤ: Αυξάνονται οι κίνδυνοι για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα
Η πανδημία του κορονοϊού αυξάνει τους κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στην Ευρωζώνη προειδοποιεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) με έκθεσή της (Financial Stability Review). Η ΕΚΤ σημειώνει ότι η πανδημία ενίσχυσε υφιστάμενες αδυναμίες, όπως τις υψηλές τιμές των στοιχείων ενεργητικού, τα ευάλωτα επενδυτικά ταμεία, τη βιωσιμότητα του χρέους χωρών και επιχειρήσεων καθώς και την αδύναμη κερδοφορία των τραπεζών.
«Η πανδημία προκάλεσε μία από τις μεγαλύτερες οικονομικές συρρικνώσεις στην πρόσφατη ιστορία, αλλά τα μεγάλου εύρους μέτρα πολιτικής απέτρεψαν μία χρηματοπιστωτική κατάρρευση», δήλωσε ο αντιπρόεδρος της ΕΚΤ, Λουίς ντε Γκίντος, προσθέτοντας: «Ωστόσο, οι επιπτώσεις της πανδημίας στις προοπτικές της κερδοφορίας των τραπεζών και τα μεσοπρόθεσμα δημόσια οικονομικά πρέπει να αντιμετωπισθούν, ώστε το χρηματοπιστωτικό μας σύστημα να συνεχίσει να στηρίζει την οικονομική ανάκαμψη».
Τα δημοσιονομικά πακέτα μέτρων που ανακοίνωσαν όλες οι χώρες της Ευρωζώνης αναμένεται να στηρίξουν την οικονομική ανάκαμψη, αναφέρει η ΕΚΤ, προσθέτοντας: «Κοιτάζοντας στο μέλλον, η σχετική με αυτά αύξηση των επιπέδων δημόσιου χρέους θα μπορούσε επίσης να προκαλέσει μία επαναξιολόγηση του κινδύνου χώρας από παράγοντες της αγοράς και να προκαλέσει ξανά πιέσεις στις πιο ευάλωτες χώρες».
Για τις τράπεζες, η έκθεση σημειώνει ότι, παρά τη σημαντική αύξηση των κεφαλαίων και της ρευστότητας μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, οι αποτιμήσεις τους υποχώρησαν σε επίπεδα – ρεκόρ και το κόστος χρηματοδότησής τους αυξήθηκε.
«Αυτό αντανακλούσε τόσο την επιδείνωση των οικονομικών προοπτικών όσο και τη σημαντικά υψηλότερη αβεβαιότητα σχετικά με τις προοπτικές για τα κέρδη και την ποιότητα ενεργητικού των τραπεζών της Ευρωζώνης. Αντανακλώντας τις αλλαγές στις προσδοκίες για τα εταιρικά κέρδη και την ασθενέστερη δημιουργία εσόδων από νέες δραστηριότητες, η απόδοση του μετοχικού κεφαλαίου των τραπεζών της Ευρωζώνης το 2020 αναμένεται τώρα ότι θα είναι σημαντικά χαμηλότερη από ότι αναμενόταν πριν την πανδημία», αναφέρει.