Οι προϋποθέσεις συμμετοχής του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα διάσωσης δεν έχουν αλλάξει, τόνισε η Κριστίν Λαγκάρντ, στο περιθώριο συνέντευξης Τύπου που παραχώρησε, εν όψει των εργασιών της Συνόδου του Ταμείου, στην Ουάσιγκτον. Η ίδια διευκρίνισε πως η χώρα «έδειξε ότι κάποιες μεταρρυθμίσεις έχουν γίνει και πολύ περισσότερη δουλειά χρειάζεται να γίνει στο μέλλον». Η επικεφαλής του Ταμείου σημείωσε ακόμη ότι η αποστολή του ΔΝΤ στην Ελλάδα θα επιστρέψει σε δύο εβδομάδες για να βοηθήσει στην αξιολόγησης των δεσμεύσεων που έχουν αναληφθεί στο πλαίσιο του τρίτου μνημονίου. «Μόλις ολοκληρώσαμε ένα άρθρο 4 στην Ελλάδα που είναι μία διμερής προσπάθεια εποπτείας με την Ελλάδα και τα αποτελέσματα είναι δημοσιευμένα. Έδειξε ότι κάποιες μεταρρυθμίσεις έχουν γίνει και πολύ περισσότερη δουλειά χρειάζεται να γίνει στο μέλλον, όπως γνωρίζουμε. Θα στείλουμε μία ομάδα σε δύο εβδομάδες για να βοηθήσουμε με την αξιολόγηση των δεσμεύσεων που έχουν αναληφθεί στο πλαίσιο του προγράμματος του ESM, διότι όπως γνωρίζετε δεν συμμετέχουμε αυτή τη στιγμή στο πρόγραμμα. Οι προϋποθέσεις για να συμμετέχουμε δεν έχουν αλλάξει, πιστεύουμε ότι πρέπει να γίνουν πολύ σημαντικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, και επίσης πιστεύουμε ότι το χρέος πρέπει να είναι βιώσιμο στο μέλλον. Έχουμε δείξει ευελιξία στο παρελθόν προκειμένου να αξιολογήσουμε τη βιωσιμότητα του χρέους αλλά ξεκάθαρα πιστεύουμε ότι όπως είναι το χρέος δεν είναι βιώσιμο», τόνισε η κ. Λαγκάρντ, όπως μεταδίδει ο Μιχάλης Ιγνατίου από την Ουάσινγκτον.

«Να μην πάμε κόντρα στην παγκοσμιοποίηση»

Στο μεταξύ, η αύξηση του προστατευτισμού στις ΗΠΑ και την Ευρώπη ανησυχεί τους ηγέτες των διεθνών οικονομικών οργανισμών, καθώς τους υποχρεώνει να επιδοθούν σε μια άσκηση εύθραυστης ισορροπίας: να συνεχίσουν να υπερασπίζονται το ελεύθερο εμπόριο, παραδεχόμενοι ταυτόχρονα τις αδυναμίες της παγκοσμιοποίησης. Ενώ απομένει ένας μήνας μέχρι τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές, η ετήσια γενική συνέλευση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Παγκόσμιας Τράπεζας ξεκίνησε σήμερα στην Ουάσινγκτον, με μια προειδοποίηση: αν οι χώρες στρέψουν την πλάτη τους στο παγκόσμιο εμπόριο, αυτό θα επιδεινώσει τα προβλήματα μιας παγκόσμιας οικονομίας που ήδη υφίσταται πιέσεις. «Ξέρουμε ότι η παγκοσμιοποίηση λειτούργησε και ότι ωφέλησε σημαντικά πολλούς ανθρώπους», δήλωσε η Κριστίν Λαγκάρντ, ανοίγοντας τις εργασίες αυτής της σημαντικής οικονομικής σύναξης. «Δεν πιστεύουμε ότι αυτή είναι η κατάλληλη στιγμή για να πάμε κόντρα» στην παγκοσμιοποίηση, πρόσθεσε, καθιστώντας παράλληλα τις χώρες να περάσουν επιτέλους «στη δράση» για να στηρίξουν την παγκόσμια δραστηριότητα που έχει επιβραδυνθεί. Το ίδιο μήνυμα αναμένεται να στείλουν και οι μεγάλες δυνάμεις, η Ομάδα των 20 (G20) που συνεδριάζουν επίσης στην αμερικανική πρωτεύουσα. Όμως οι συνθήκες αυτήν την περίοδο δεν είναι ευνοϊκές: στις ΗΠΑ, ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών για την προεδρία Ντόναλντ Τραμπ σαγηνεύει τα πλήθη υποσχόμενος έναν εμπορικό πόλεμο με την Κίνα και την επιβολή τελωνειακών δασμών σε βάρος του Μεξικού. Παράλληλα, στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, το βρετανικό δημοψήφισμα υπέρ του Brexit μπορεί να εμπνεύσει και άλλες χώρες να αμφισβητήσουν την ευρωπαϊκή οικονομική ολοκλήρωση. Εξάλλου, η συνθήκη ελευθέρου εμπορίου με τις ΗΠΑ, η περίφημη TTIP, συναντά έντονες αντιδράσεις στη Γηραιά Ήπειρο. Η παγκοσμιοποίηση «θα πρέπει να είναι ελαφρώς διαφορετική», είπε η Λαγκάρντ, καλώντας όλες τις χώρες να σκύψουν περισσότερο πάνω στα προβλήματα «εκείνων που κινδυνεύουν να μείνουν στο περιθώριο». Ζήτησε επίσης από τις 189 χώρες-μέλη του ΔΝΤ να επενδύσουν περισσότερο στην εκπαίδευση και σε έργα υποδομής και, κυρίως, να μην υποκύψουν στην ηττοπάθεια. Από την πλευρά του, ο διοικητής της Παγκόσμιας Τράπεζας Τζιμ Γιονγκ Κιμ, παραδέχτηκε ότι οι ανισότητες παραμένουν «πολύ ισχυρές» και ότι όλοι θα πρέπει να συνδράμουν ώστε «η ανάπτυξη να είναι πιο ισόρροπη». Οι ΗΠΑ από την πλευρά τους παραδέχονται ότι η φιλελευθεροποίηση της παγκόσμιας οικονομίας γέννησε ένα αίσθημα «φόβου», όπως είπε ο Αμερικανός υπουργός Οικονομικών Τζακ Λιου. Όπως τόνισε, πολλοί εκφράζουν την αγωνία ότι η ανάπτυξη «δεν ωφελεί τους ανθρώπους εκεί όπου ζουν, τους εργάτες, εκείνους που παλεύουν για να δώσουν ευκαιρίες στα παιδιά τους». Η οργάνωση Oxfam που αγωνίζεται κατά της φτώχειας, ζήτησε επίσης από τους ηγέτες όχι μόνο να εξετάσουν το συλλογική συνείδηση αλλά και να αναλάβουν δράση. «Η οργή εναντίον των ελίτ σε όλον τον κόσμο είναι το σύμπτωμα ενός γενικευμένου θυμού εναντίον μιας οικονομίας που ωφελεί το 1% (των πλουσιότερων). Πρέπει να έχουμε μια οικονομία που να λειτουργεί για το υπόλοιπο 99%», είπε ένα στέλεχος της οργάνωσης, ο Μαξ Λόσον. Η άνοδος του προστατευτισμού είναι σημάδι «μιας εντεινόμενης δυσπιστίας απέναντι στις οικονομικές ελίτ», προειδοποίησε, μιλώντας στο Γαλλικό Πρακτορείο, ο Πάουλο Νογκέιρα Μπατίστα, ο αντιπρόεδρος της Αναπτυξιακής Τράπεζας που έχουν ιδρύσει οι μεγάλες αναδυόμενες χώρες της ομάδας BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα και Νότια Αφρική).