«Τα προγράμματα για τη στήριξη της Ελλάδας ήταν απίστευτα ανόητα», υποστηρίζει στο τελευταίο τεύχος της επιθεώρησης Foreign Policy ο αρθρογράφος Ντάνιελ Όλτμαν. Το ζήτημα γι’ αυτόν δεν είναι το αν η διάσωση της Ελλάδας ήταν εξαρχής κακή ιδέα, καθώς εκτιμά πως μια πλήρης κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας θα μπορούσε να οδηγήσει σε κοινωνική αναταραχή, ακόμη και σύγκρουση. «Όμως ο τρόπος που οι Ευρωπαίοι και η κουστωδία τους στο ΔΝΤ στήριξαν την Ελλάδα ήταν εντυπωσιακά, αφόρητα ανόητος», τονίζει.
Τα προβλήματα της Ελλάδας -υψηλό χρέος, αδύναμο επιχειρησιακό περιβάλλον και παραοικονομία- δεν έχουν βραχυπρόθεσμες λύσεις και εντούτοις οι βραχυπρόθεσμες λύσεις ήταν αυτές που επιδιώχθηκαν με τις προσπάθειες στήριξης, εξηγεί ο Όλτμαν, σύμφωνα με τον οποίο «η Ελλάδα εξακολουθεί να διεξάγει κρίσιμες συνομιλίες με τους πιστωτές της επειδή οι πληρωμές που αναμενόταν να κάνει και οι μεταρρυθμίσεις που αναμενόταν να εφαρμόσει αντιστοιχούσαν σε προσδοκίες που ήταν παράλογα βραχυπρόθεσμες».
«Για να το θέσουμε απλά, τα προβλήματα στην Ελλάδα έχουν μακροπρόθεσμες αιτίες οι οποίες έχουν μόνο μακροπρόθεσμες λύσεις. Ένα δημόσιο χρέος μεγάλο όσο αυτό της Ελλάδας δεν εξαφανίζεται μέσα σε μια νύκτα, ακόμη και με τα σκληρότερα μέτρα λιτότητας», επισημαίνει ο αρθρογράφος και προσθέτει: «Η λιτότητα μπορεί να καταστήσει δυνατό για την Ελλάδα να ανταποκριθεί βραχυπρόθεσμα στις δανειακές υποχρεώσεις της, όμως ποιο θα είναι το όφελος αν η οικονομία μακροπρόθεσμα εξαρθρωθεί»;
Σύμφωνα με τον Όλτμαν, «οι πολιτιστικές και νομοθετικές αλλαγές που απαιτούνται θα πάρουν χρόνο. Θα ήταν πράγματι λάθος να περάσουν εσπευσμένα από το ελληνικό κοινοβούλιο νόμοι που έχουν συνταχθεί βιαστικά για τόσο θεμελιώδη θέματα, ιδιαίτερα χωρίς να έχει οικοδομηθεί η κατανόηση και η στήριξή τους από την κοινή γνώμη».
«Τέλος θα ήταν ανόητο να πιστέψει κανείς ότι η Ελλάδα θα μετατραπεί μέσα σε λίγα χρόνια σε ένα έθνος πειθαρχημένων και πιστών φορολογουμένων. Η φοροαποφυγή και η φοροδιαφυγή έχουν ποικίλες και βαθιές κοινωνικές ρίζες. Μπορεί να επηρεάζονται από παράγοντες τόσο διαφορετικούς όσο οι θρησκευτικές πεποιθήσεις, οι ταξικές διαιρέσεις, η ατομική ψυχολογία και οι αντιλήψεις περί δικαίου. Αν και ορισμένα κίνητρα μπορεί να αυξήσουν βραχυπρόθεσμα τη συμμόρφωση στο φορολογικό σύστημα, η δέσμευση στην καταβολή των φόρων έχει περισσότερο σχέση με το αίσθημα ότι μετέχεις σε κάτι και με το αίσθημα της δικαιοσύνης – κάτι που η Ελλάδα, με τον κατατεμαχισμένο πολιτικό κόσμο της και τη σημερινή απώλεια των ψευδαισθήσεων, θα χρειαστεί καιρό για να εκδηλώσει», γράφει ο αρθρογράφος του Foreign Policy.
Σύμφωνα με τον Όλτμαν, «δεν υπάρχει δικαιολογία για τον θάνατο που επιβάλλεται στην Ελλάδα μέσω 1.000 βραχυπρόθεσμων όρων». Τα κριτήρια των πιστωτών βασίσθηκαν μάλλον σ’ αυτό που πίστευαν ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να κάνει, παρά σ’ αυτό που η χώρα ήταν ικανή να κάνει. «Ήθελαν επίσης να εξασφαλίσουν ότι η Αθήνα θα δουλέψει σκληρά για κάθε δόση των κεφαλαίων στήριξης, αντί να εξασφαλίσουν ότι η ελληνική μεταρρυθμιστική διαδικασία θα είναι όσο το δυνατόν πιο ομαλή. Δεδομένων όλων αυτών, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι η Ελλάδα μπορεί να χρειαστεί ένα τρίτο πακέτο στήριξης για να αποφύγει τη στάση πληρωμών στην αποπληρωμή των χρεών της. Μια σειρά από βραχυπρόθεσμες θεραπείες δεν θα επιλύσει ποτέ ένα μακροπρόθεσμο πρόβλημα».
«Όμως οι αξιωματούχοι στη Φραγκφούρτη, τις Βρυξέλλες και το Βερολίνο ουδέποτε έδειξαν ενδιαφέρον για τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η οικονομία της Ελλάδας. Ο στόχος τους όλο αυτό το διάστημα ήταν να διατηρήσουν την ακεραιότητα της ευρωζώνης, παρά τα ελαττώματά της, καθώς και το δικό τους αλάθητο. Η ειρωνεία είναι πως μπορεί να βρίσκονταν πιο κοντά στον στόχο τους αν σκέπτονταν λιγότερο τον εαυτό τους και περισσότερο τους Έλληνες», καταλήγει ο αρθρογράφος του Foreign Policy.