Την εκτίμηση ότι η ελληνική οικονομία μπορεί να αναπτύσσεται με ένα μέσο ετήσιο ρυθμό αναπτύξεως 2,4% έως το 2020 διατυπώνουν αναλυτές του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) σε έκθεση που έδωσαν σήμερα Πέμπτη στη δημοσιότητα. Σύμφωνα με τους αναλυτές του ΚΕΠΕ στο σενάριο αυτό η σωρευτική επίδραση στο ΑΕΠ της χώρας εκτιμάται έως 17%, ενώ σύμφωνα με το αισιόδοξο σενάριο η σωρευτική αύξηση εκτιμάται στο 20%.
Το ΚΕΠΕ σημειώνει στην έκθεσή του πως η προβλεπόμενη έξοδος της ελληνικής οικονομίας από τη μακροχρόνια και βαθιά ύφεση εντός του 2014 φαίνεται πλέον να επιβεβαιώνεται από τα μακροοικονομικά δεδομένα. Όπως σημειώνεται, το δεύτερο τρίμηνο του 2014 αποτελεί το πρώτο τρίμηνο κατά το οποίο καταγράφηκε θετικός ρυθμός μεταβολής του πραγματικού ΑΕΠ της χώρας, ως προς το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους, μετά από μια περίοδο συνεχόμενων αρνητικών ποσοστιαίων μεταβολών για 24 τρίμηνα (κάτι που το ΚΕΠΕ είχε προβλέψει ήδη πριν από ένα εξάμηνο). Οι δε πρώτες εκτιμήσεις για το τρίτο τρίμηνο του έτους ενισχύουν σημαντικά τις ενδείξεις για μετάβαση σε καθεστώς ανάπτυξης εντός του 2014.
«Οι ευνοϊκές αυτές εξελίξεις στα δεδομένα για το ΑΕΠ της χώρας συνοδεύονται από ένα επίσης ιδιαίτερα ενθαρρυντικό στοιχείο σχετικά με την πορεία της ελληνικής οικονομίας σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, το οποίο αφορά στην καταγραφόμενη, έστω και μικρή, συνεχιζόμενη αποκλιμάκωση της ανεργίας», υπογραμμίζει το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών .
Πάντως οι συντάκτες της έκθεσης σημειώνουν πως οι προαναφερόμενες πρώτες θετικές ενδείξεις δεν δικαιολογούν εφησυχασμό σε κανένα επίπεδο, δεδομένου ότι η οικονομική συγκυρία παραμένει εύθραυστη και η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να βρίσκεται αντιμέτωπη με καίρια διαρθρωτικά και αναπτυξιακά ζητήματα που απαιτούν στοχευμένες και εξειδικευμένες λύσεις και δράσεις.
Στις πρώτες θέσεις στον κατάλογο των θεμάτων που χρήζουν άμεσης και δυναμικής αντιμετώπισης το ΚΕΠΕ τοποθετεί το υπερβολικά υψηλό ποσοστό ανεργίας στη χώρα, την έλλειψη ρευστότητας και τις σημαντικές δυσχέρειες αναφορικά τόσο με την παροχή όσο και το κόστος χρηματοδότησης στην οικονομία, καθώς και η αποτελεσματική αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της Ελλάδας.