Ένα ποσοστό της τάξης του 65% των επιχειρήσεων δηλώνουν ότι δεν διαθέτουν ένα βιώσιμο τεχνολογικό σχέδιο για να υποστηρίξουν τα φορολογικά και χρηματοοικονομικά τμήματά τους στην εκπλήρωση των αρμοδιοτήτων τους, όπως προκύπτει από τη νέα έκθεση της EY, Tax and Finance Operate, που κατέγραψε τις απόψεις 1.013 επιχειρήσεων παγκοσμίως.
Οι επιχειρήσεις βρίσκονται αντιμέτωπες, επίσης, με ένα απαιτητικό περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από πρωτόγνωρες νομοθετικές και ρυθμιστικές αλλαγές, καθώς και σημαντικές προκλήσεις ως προς το ανθρώπινο δυναμικό, ενώ -παράλληλα- δέχονται πιέσεις να πετύχουν περισσότερα με λιγότερους πόρους.
Ανταποκρινόμενοι σε αυτές τις προκλήσεις, σχεδόν όλοι οι οργανισμοί (99%) δήλωσαν ότι βρίσκονται σε διαδικασία τροποποίησης των φορολογικών και χρηματοοικονομικών λειτουργικών τους μοντέλων, ενώ το 73% ανέφεραν ότι είναι αρκετά πιθανό να προβούν σε αμοιβαία ανάθεση (co-sourcing) κρίσιμων δραστηριοτήτων φορολογικής και χρηματοοικονομικής φύσης, σε εξωτερικούς συνεργάτες, κατά τους επόμενους 24 μήνες.
Τα φορολογικά και χρηματοοικονομικά τμήματα των εταιρειών, δυσκολεύονται να ανταποκριθούν στον ρυθμό των νομοθετικών και ρυθμιστικών αλλαγών, με το 85% των ερωτηθέντων να αναμένουν αύξηση του φόρτου εργασίας τους, προκειμένου να συμμορφωθούν με τις αυξανόμενες απαιτήσεις ψηφιακής υποβολής φορολογικών στοιχείων.
Αντιδρώντας στις σημαντικές φορολογικές μεταρρυθμίσεις στις ΗΠΑ, αλλά και σε άλλες χώρες, το 83% των μεγάλων οργανισμών (με έσοδα που ξεπερνούν τα 20 δις δολάρια) δηλώνουν ότι χρειάστηκε να αυξήσουν τους προϋπολογισμούς τους, για να εφαρμόσουν αυτές τις αλλαγές. Πάνω από τα δύο πέμπτα όλων των εταιρειών (44%) εκτιμούν ότι, για να συμμορφωθούν με τους νέους κανονισμούς, θα χρειαστεί να δαπανήσουν τουλάχιστον 10 εκατ. δολάρια κατά τα επόμενα πέντε χρόνια.
Συγχρόνως, όπως μεταφέρει το Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, τα φορολογικά και χρηματοοικονομικά τμήματα πρέπει να κάνουν περισσότερα με λιγότερους πόρους, με σχεδόν οκτώ στις δέκα (79%) επιχειρήσεις να σχεδιάζουν μία μείωση του κόστους των λειτουργιών αυτών, τα επόμενα δύο χρόνια.
Στις αυξανόμενες ρυθμιστικές απαιτήσεις έρχεται να προστεθεί και ένα έλλειμμα στις τεχνολογικές δυνατότητες των επιχειρήσεων, καθώς μόνο το 3% των φορολογικών τμημάτων που μετείχαν στην έρευνα κάνουν εκτεταμένη χρήση νέων, μετασχηματιστικών τεχνολογιών, όπως η Τεχνητή Νοημοσύνη και η μηχανική μάθηση, ενώ το 15% δεν τις χρησιμοποιούν καθόλου, περιορίζοντας εν πολλοίς τις δυνατότητές τους.
Μία ακόμη πρόκληση έγκειται στην πρόσληψη, αλλά και τη διατήρηση ανθρώπινου ταλέντου, με το 45% να δυσκολεύονται να εξασφαλίσουν νέες ευθύνες και ευκαιρίες επαγγελματικής εξέλιξης για το προσωπικό των φορολογικών και χρηματοοικονομικών τμημάτων τους. Επιπλέον, το 62% των τμημάτων αυτών, αφιερώνουν το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου τους σε διεκπαιρεωτικές δραστηριότητες συμμόρφωσης – σε αντίθεση με δραστηριότητες που δημιουργούν υψηλότερη προστιθέμενη αξία.
Επίσης, η σαφής πλειοψηφία των ερωτηθέντων (83%) πιστεύουν ότι οι βασικές τεχνικές ικανότητες του προσωπικού των τμημάτων αυτών, θα πρέπει να ενισχυθούν μέσα στα επόμενα τρία χρόνια, ώστε να περιλαμβάνουν δεξιότητες που σχετίζονται με την επεξεργασία δεδομένων και άλλες τεχνολογίες.